Ιστορία
Διαχρονικά
Η Στυμφαλία ήταν από τους μυθικούς, προελληνικούς, ιστορικούς μέχρι το Βυζάντιο χρόνους, ενιαία, όχι μόνο χωροταξικά, αλλά και πολιτιστικά, ιστορικά και κοινωνικά.
Ο απόηχος της ιδιαιτερότητας της Στυμφαλίας, αλλά και του ενιαίου του χώρου της, φθάνει μέχρι τις δικές μας ημέρες και μας καλεί, όχι απλώς να διαπιστώσουμε αυτή την ιστορική πραγματικότητα, αλλά και να αναλάβουμε τις ευθύνες μας.
Είμαστε υπεύθυνοι, όχι μόνο απέναντι στους συμπολίτες μας του σήμερα, αλλά και στις γενιές που έρχονται και πολύ περισσότερο στις γενιές που έχουν φύγει, αλλά διατήρησαν την Στυμφαλία όπως εμείς τη γνωρίζουμε σήμερα.
Από την ελληνική ιστορία γνωρίζουμε ότι το 2.000 π.χ. οι Αχαιοί και το 1.000 π.χ. οι Δωριείς κατέβηκαν και κατοίκησαν σ' αυτό που λέμε σήμερα κυρίως Ελλάδα. Μετ' ολίγον, όμως, αν και είχαν συνείδηση των κοινών τους χαρακτηριστικών ως Έθνους, και του ενιαίου της φυλής τους, χωρίστηκαν, πολιτικά, σε πόλεις-κράτη.
Ένα απ' αυτά ήταν και η Στυμφαλία, που σημειωτέον, η ιστορία της, όπως και όλων των Ελλήνων, άλλωστε, χάνεται στους προελληνικούς και μυθικούς χρόνους.
Η Στυμφαλία, σαν πόλη-κράτος, ήταν και απ' την Πελασγική-Προελληνική εποχή, δηλαδή 5.000 - 30.000 π.χ.
Όπως αναφέρουν οι ιστορικοί, η Στυμφαλία κράτησε πάντοτε την ιδιαιτερότητά της και αυτό της στοίχισε πολύ ακριβά. Ήταν από χιλιάδες χρόνια πριν μεταξύ Κορινθίας - Αργολίδος και Αρκαδίας. Πολλές μάχες έδωσε παρά το μικρόν της δυνάμεώς της προκειμένου να αντιμετωπίσει τον όποιο κατακτητή. Το περισσότερο χρονικό διάστημα ήταν υπό την χαλαρή επιρροή των Αρκάδων, κατόπιν των Αργείων και μετέπειτα των Κορινθίων, όπου μέχρι σήμερα παραμένει.
Όλα αυτά ήσαν έντονα μέχρι την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, όπου ο Μακεδόνας Στρατηλάτης κατόρθωσε να σφυρηλατίσει το φρόνημα των Ελλήλων και να τους ενώσει όλους - πλην Λακεδαιμονίων - δια να μεγαλουργήσει ο Ελληνισμός, δια μία χιλιετία περίπου.
Παρά την ενοποίηση του Ελληνικού χώρου, όμως, οι ιστορικές, πολιτιστικές και κοινωνικές διαφοροποιήσεις παρέμειναν. Μετά την επανάστασιν (του 1821) η Στυμφαλία υπήχθη εις την επαρχίαν Κορινθίας. Ήτο δε ο τότε δήμος Στυμφαλίας διηρημένος εις τρεις δήμους: 1) Τον Δήμον Κασταναίας αποτελούμενον από τα χωρία Κασταναίαν, και Μπάσι, με πρωτεύουσαν την Κασταναίαν, δημότης Κασταναίος. 2) Τον Δήμον Ορεξίου αποτελούμενον από μόνον το χωρίον Λαύκα όπερ είχε και πρωτεύουσαν, δημότης Ορέξιος. Ο Δήμος ούτος έλαβε το όνομα εκ του ποτέ Ορεξίου όπες έκειτο πλησίον της Λαύκας και 3) Τον Δήμον Στυμφαλίας αποτελούμενον από τα χωρία Ψάρι, Ασπρόκαμπον, Δούσια, Καλλιάνους, Μπούζι, μετά της λίμνης και του Ζαρακά και με πρωτεύουσαν το χωρίον Δούσια. Κατά το έτος όμως 1834, 19 Μαϊου, η επαρχία Κορινθίας διηρέθη εις δύο. Εις την Επαρχίαν Κορινθίας με πρωτεύουσαν την Κόρινθον, και εις την Επαρχίαν Σικυωνίας με πρωτεύουσα τα Τρίκκαλα. Εις την τελευταίαν ταύτην υπήχθησαν και οι τρεις τότε δήμοι Στυμφαλίας. Μετά ταύτα ηνώθη πάλιν η Επαρχία Κορινθίας και οι τρεις δήμοι της Στυμφαλίας απετέλεσαν ένα, τον προ του 1912 δήμον Στυμφαλίας (Κ. ΓΑΛΑΝΗ «Η ΣΤΥΜΦΑΛΙΑ» σελίς 60). Ο Δήμος Στυμφαλίας το 1912 διασπάται σε 9 κοινότητες και το 1998 οι 9 αυτές κοινότητες και το χωρίο Καίσαρι υπάγονται στον ανασυσταθέντα (Καποδιστριακό) Δήμο Στυμφαλίας με έδρα το Καλλιάνι. Ήδη το 2010 ολόκληρος ο ανασυσταθείς Δήμος Στυμφαλίας υπάγεται στον νεοσύστατο Καλλικρατικό Δήμο Σικυωνίων με έδρα το Κιάτο.
Κάπως έτσι σε γενικές γραμμές φθάσαμε μέχρι τις ημέρες μας, όχι απλώς να έχουμε ξεχάσει τί ήταν η Στυμφαλία, αλλά και να μην προβληματιζόμαστε καθόλου πάνω σαυτό το ζήτημα, ωσάν να μην υπήρξε ποτέ.
Οι Στυμφάλιοι ήταν γενναίοι στρατιώτες που πολέμησαν στον Τρωικό πόλεμο και στους Περσικούς πολέμους, οπότε 1000 Αρκάδες πολέμησαν στις Θερμοπύλες. Κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο οι Αρκάδες τάχθηκαν με τους Σπαρτιάτες εναντίον των Αθηναίων. Και η συμμαχία αύτη ίσως ανάγκασε μετά ταύτα περί το 385 π. Χ. τον στρατηγό των Αθηναίων Ίφικράτη να πολεμήσει τις πόλεις της Αρκαδίας και ιδίως την πόλη Στύμφηλο, την οποίαν αφού πολύ χρόνο πολιόρκησε και δεν μπόρεσε να κυριεύσει, επιχείρησε ν' απόφραξη με σπόγγους τις καταβόθρες της λίμνης για να καταπνίξει την πόλη. ’λλα κάποια σημάδια των θεών τον ανάγκασαν να σταματήσει.
Ο Σοφαίνετος ο Στυμφάλιος αναφέρεται πολλές φορές στην «Κύρου Ανάβαση» του Ξενοφώντα ως αρχηγός - μεταξύ άλλων- μισθοφόρων. Έλαβε μέρος, όπως και ο Αθηναίος ιστορικός άλλωστε, στην εκστρατεία του Κύρου του Νεώτερου εναντίον του Αρταξέρξη -του διαδόχου του πατέρα του Δαρείου στο θρόνο της Περσίας- και μάλιστα αναφέρεται ότι λόγω της γενναιότητας των Ελλήνων μισθοφόρων θα είχε σημειώσει θριαμβευτική νίκη στη σύγκρουση των δύο αδελφών στα Κούναξα το 401 π.Χ., αν δεν είχε σκοτωθεί ο ίδιος ο Κύρος κατά τη μάχη.
Ο Σοφαίνετος έφερε στο Κύρο χίλιους μισθοφόρους και διακρίθηκε για την γενναιότητά του, αν και τιμωρήθηκε για την αμέλεια του κατά την διοίκηση των τμημάτων του. Έγραψε δε και αυτός την «Κύρου Ανάβαση» αγνοώντας πιθανόν το αντίστοιχο έργο του Ξενοφώντα. Όμως κι αυτή χάθηκε πριν από πολλούς αιώνες και γι' αυτό δεν περιλαμβάνεται κάποια περίληψη της ή αναφορά στη Μυριόβιβλο, που συνέταξε ο Φώτιος κατά τον 9ο μ.Χ. αιώνα για τα υπάρχοντα τότε αρχαία ιστορικά συγγράμματα. Ήταν όμως γνωστή και διασωζόταν μέχρι την πρώιμη Βυζαντινή περίοδο όπως μας είναι γνωστό από το Στέφανο το Βυζάντιο, γεωγράφο και γραμματικό του 6ου μ.Χ. αιώνα. ’λλος αυτόπτης που έζησαν αυτό το συμβάν ή παρακολούθησαν κάποιες φάσεις του και εξιστόρησαν τα σχετικά, γνωστός είναι και ο Κτησίας ο Κνίδιος.
Τον 4ο αιώνα π.Χ., οι μισθοφόροι αποτελούν μια πραγματικότητα στον Ελλαδικό χώρο και υπήρχαν διάφορα κέντρα στρατολογίας τους με τα κυριότερα από αυτά στην Κόρινθο και στο ακρωτήριο του Μαλέα. Σε μια πραγματεία του ο Αινείας ο Αττικός - δηλαδή ο Αινείας ο Στυμφάλιος, φίλος του Ξενοφώντα, προτείνει ο κάθε πολίτης να προσλαμβάνει ένα αριθμό μισθοφόρων, ανάλογα με τις οικονομικές του δυνατότητες.
Όταν ο Στράβωνας επισκέφθηκε την Πελοπόννησο κατά τις αρχές του πρώτου μ. Χ. αιώνα όταν οι Έλληνες ήταν υπό Ρωμαϊκή διοίκηση, μας λέει για τις πόλεις της Αρκαδίας «Μαντίνεια και Φενεός και Στύμφηλος και Καφυείς» ότι ή δεν υπάρχουν ή μόλις που διακρίνονται τα ίχνη τους, διότι αφανίστηκαν από τους συνεχείς πολέμους νωρίτερα.
Ό Παυσανίας (VIII, 22, 2-9) κατά τον 2ο μ.Χ. αιώνα μας λέει ότι επισκέφτηκε την πόλη Στύμφηλον και το ιερό της Στυμφαλίας Αρτέμιδας από το οποίο και εντυπωσιάσθηκε, με το επίχρυσο άγαλμα της θεάς, τις ξύλινες παραστάσεις των Στυμφαλίδων Ορνίθων και τα μαρμάρινα αγάλματα παρθένων με πόδια ορνίθων. Δυστυχώς όμως και αυτός καμία πληροφορία δεν μας δίνει για την κατάσταση της πόλης και τον πληθυσμό της.
Το υδραγωγείο του Ανδριανού
Ο Παυσανίας, αναφέρει μεταξύ άλλων και το νερό που ο αυτοκράτωρ Αδριανός έφερε στην πόλη από τη Στυμφαλία: "Πολλές κρήνες έχουν κατασκευασθεί σ' όλη την Κόρινθο εξαιτίας του άφθονου τρεχούμενου νερού, και ιδίως αυτού που ο Αδριανός εισήγαγε από τη Στύμφαλο" (2-3-5) ... "και υπάρχει στην πόλη των Στυμφαλίων πηγή, και απ' αυτή ο βασιλεύς Αδριανός νερό έφερε στην πόλη των Κορινθίων" (8.22.3). Η διπλή αυτή αναφορά σε έργο χρηστικού χαρακτήρα της Ρωμαϊκής εποχής ξενίζει, καθώς ο περιηγητής ενδιαφερόταν πρωτίστως για τις αρχαιότητες της εποχής του, για έργα δηλαδή που είχαν γίνει κατά τους π.Χ. αιώνες. Πουθενά αλλού στην περιήγηση του δεν αναφέρει υδραυλικό έργο της Ρωμαιοκρατίας, και αυτό σημαίνει ότι θεώρησε το Αδριάνειο εγχείρημα στη Στυμφαλία μοναδικής σπουδαιότητας. Το συνολικό μήκος του αγωγού έφθανε τα 84 χλμ. Σώζονται 3 σήραγγες, 22 γέφυρες από περίπου 70 που πρέπει να υπήρχαν, αναλημματικοί τοίχοι και μία δεξαμενή καθίζησης των υδάτων. Ο λόγος για την γενναία αυτή παροχή ύδατος ήταν όχι μόνο η τροφοδότηση των κρηνών που άφθονες έρρεαν στην πόλη όπως μαρτυρεί ο Παυσανίας, αλλά και των δημόσιων λουτρών που χρειάζονταν πολλές χιλιάδες κυβικά νερού ημερησίως. Η παύση της λειτουργίας του υδραγωγείου πρέπει να συνδέεται με την παρακμή της Κορίνθου και την σταδιακή εγκατάλειψη των λουτρικών της εγκαταστάσεων, ίσως κατά τη διάρκεια του 5ου αιώνα. Το Αδριάνειο Υδραγωγείο της Κορίνθου συγκαταλέγεται μεταξύ των πέντε μακρύτερων υδραγωγείων όλης της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Η εξαιρετική ποιότητα των Στυμφαλίων υδάτων διαπιστώθηκε και μετά από μια σειρά εξετάσεων που διενήργησε ο Γάλλος μηχανικός Ε. Quellenec στα 1889, ενόψει πιθανής χρήσης τους για την υδροδότηση της Αθήνας (Λώλος Γιάννης, 2001)
Μεσαιωνικοί χρόνοι
Μετά τους Ρωμαίους έκαναν επιδρομές στην Πελοπόννησο διάφοροι λαοί, Γότθοι, Σλαύοι, Φράγκοι, Ενετοί και τέλος οι Τούρκοι. Κάποιοι απ' αυτούς ελεηλάτησαν τις πόλεις της Πελοποννήσου και μετά από κάποιο διάστημα παραμονής αποχωρούσαν πιεζόμενοι από άλλους επιδρομείς. Αυτοί που δέσποσαν περισσότερο ήταν οι Ένετοι και οι Τούρκοι. Τα φρούρια σε διάφορες πόλεις της Πελοποννήσου είναι ως επί το πλείστον έργα των Ενετών.
Ή Στυμφαλία λόγω θέσης εις το κέντρο σχεδόν της Πελοποννήσου και περιτριγυρισμένη από και δύσβατα και ψηλά όρη αλλά και ένεκα της ανδρείας των κατοίκων της κατόρθωσε την αποφυγή των Γότθων και Σλάβων, όχι όμως και των Ενετών και των Τούρκων. Οι δεξαμενές οι οποίες σώζονται μέχρι σήμερα (αρχές 20ου) δυτικά του χωρίου Ψάρι στη θέση «δενδράκια» μοιάζουν πολύ με αυτές των Ενετών στο Παλαμήδι. Ελλείψει πάντως ιστορικών πηγών δεν γνωρίζουμε, ποιοι πληθυσμοί κατοικούσαν στην Στυμφαλία κατά την μεσαιωνική εποχή.
Τουρκοκρατία
Κατά την Τουρκοκρατία οι Στυμφάλιοι μη υποφέροντας την τυραννία των Τούρκων ζούσαν ως κλέφτες στην Κυλλήνη, το Φαρμακά, και τα άλλα όρη. Από εδώ ξεκίνησαν ο Αναγνώστης Οικονόμου, ο Νοταράς κ.α.
Επί Τουρκοκρατίας το κάθε χωριό είχε τους δικούς του άρχοντες εκλεγόμενους μεταξύ των χριστιανών. Οι άρχοντες αυτοί καλούντο γέροντες, προεστοί και δημογέροντες. Κατά την επανάσταση τού 21 οι κάτοικοι της Στυμφαλίας -που αποτελείτο από πολλά μικρά χωριά, με μεγαλύτερα την «Κασταναία, τη Λαύκα και τη Δούσια»- έσπευσαν να λάβουν τα όπλα και έλαβαν μέρος σε πολλές μάχες όπως στα Δερβενάκια, στην πολιορκία της Τριπόλεως κ.λ.π.
Οι Καστανιώτες με επικεφαλής το χιλίαρχο Παπανίκα και τον εκατόνταρχο Α. Μούλο, που ήταν περί τους 300, μαζί με άλλους Στυμφάλιους, ιδίως Λαυκιώτες, ελαβαν μέρος στη μάχην των Δερβενακίων οπού έγινε και η μεγαλύτερη καταστροφή των Τούρκων, και μετά από την οποία απέκτησαν πολλά λάφυρα, όπλα και ξίφη Τουρκικά. Τον Παπανίκα μάλιστα ο οποίος ήταν πιστός οπαδός και φίλος του Κολοκοτρώνη, τον έστειλε πριν από τη μάχη να καταλάβει το ορεινό χωριό της Νεμέας Στιμάγκα πάνω από τον ’γιο Γεώργιο και να αποκόψει την από εκεί διάβαση στο Δράμαλη. Ό Παπανίκας κατεδίωξε τον υποχωρούντα στρατό του Δράμαλη μέχρι το Βασιλικό της Σικυώνος προξενώντας μεγάλη καταστροφή ιδίως στη θέση «Αργιάκο» όπου σκοτώθηκαν και δύο από τα παλληκάρια του Μπουζαχόλας, και Καραμήτσιος. Επίσης έλαβαν μέρος στην πολιορκία της Τρίπολης και εις την μάχη των Καλαβρύτων.
Οι Λαυκιώτες πέρα από τις προηγούμενες μάχες πολέμησαν εις την μάχη του Λεβειδίου του Ορχομενού με επικεφαλής τον οπλαρχηγό Στρυφτόμπολα, στη μάχη της Γράνας έξω από την Τρίπολη, στη μάχη της Κακής Σκάλας του Αιγίου στην οποία για την ανδρεία τους τοποθετήθηκαν στην πρώτη γραμμή κάτω από τις διαταγές του ’ναστάσιου ’θανασούλη, συλλαμβάνοντες ζωντανό κι κάποιο μπέη. Αλλά και τα άλλα μικρότερα χωριά της Στυμφαλίας οι κάτοικοι αγωνίσθηκαν ανδρείως σε διάφορες μάχες.
Μεγάλη ανδρεία έδειξαν όμως οι Στυμφάλιοι κατά την επιδρομή του Ιμβραίμ ο οποίος το καλοκαίρι του 1826 έκανε επιδρομή στη Στυμφαλία. Οι Στυμφάλιοι αφού εξασφάλισαν πρώτα τις οικογένειές τους, επιτέθηκαν κατά της οπισθοφυλακής του Iμβραίμ στη θέση Διάσελο Σιούρι, και εφόνευσαν πολλούς ’ραβες. O Ιμβραίμ ο οποίος βρισκόταν με το στρατό του στο δυτικό της Στυμφαλιακής πεδιάδος, και νομίζοντας ότι ο Κολοκοτρώνης του έκλεινε το δρόμο αναγκάστηκε ν' ανακόψει την πορεία του και να διαφύγει δια του Αρτεμισίου στην Τρίπολη. Μετά την λήξη της επανάστασης ο Κολοκοτρώνης επισκέφθηκε την περιοχή για να συναντήσει τους πιστούς του στρατιώτες Στυμφαλίους. Κατά την επίσκεψη αυτή οι Καστανιώτες του προσέφεραν γεύμα στη μαγευτική θέση «Διάσελο τής Καστανιάς» κάτω από την σκιά «υψικόμων ελατών» τις οποίες αφού αγκάλιασε ο «γέρων του Μορηά» αναφώνησε «βλαχάκια μου σεις με αναθρέψατε».
Την ανδρεία των Στυμφάλιων εκτίμησε και τότε Ελληνική Κυβέρνηση και χορήγησε διπλώματα ανδρείας με σιδηρά αριστεία σε πενήντα Καστανιώτες, σε πολλούς Λαυκιώτες και Ντουσαίτες, και μερικούς από τα άλλα χωριά.
Περιηγητές
Κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας αλλά και μετά την επανάσταση του '21 επισκέπτονταν την Ελλάδα πολλοί ξένοι περιηγητές κυρίως από χώρες της Ευρώπης. Ο λαός τους έλεγε λόρδους, όμως οι περισσότεροι ήσαν τυχοδιώκτες και αρχαιοκάπηλοι που παρίσταναν τους αρχαιολάτρες και επιδίδονταν στη λεηλασία των θησαυρών μας. Ανάμεσα τους υπήρχαν βέβαια και κάποιοι αρχαιόφιλοι, καλλιτέχνες και λόγιοι που έφθαναν στην Ελλάδα για να μελετήσουν την ιστορία της και να θαυμάσουν τα έργα του αρχαίου πολιτισμού της, τα περισσότερα των οποίων κείτονταν πλέον σε ερείπια.
Αυτοί οι τελευταίοι, όταν γύρισαν στην πατρίδα τους, εξέδωσαν πλήθος περιγραφικών βιβλίων στα οποία κατέγραψαν τις εντυπώσεις τους από τα περιπετειώδη για την εποχή εκείνη ταξίδια τους και τα κόσμησαν με ζωγραφιές ελληνικών κυρίως τοπίων, τα λεγόμενα χαρακτικά (γκραβούρες) που έκαμαν οι ίδιοι ή οι καλλιτέχνες που τους ακολουθούσαν.
Κάποιοι από αυτούς έφθασαν και στη Στυμφαλία και στα βιβλία τους υπάρχουν γλαφυρές περιγραφές του τοπίου και της λίμνης που συνοδεύονται με εξαίσια χαρακτικά.
Στη εικόνα βλέπουμε ντόπιους να συζητούν, ενώ μια γυναίκα κατευθύνεται προς το μέρος τους. Στις όχθες της λίμνης υπάρχει λίγη βλάστηση ενώ τα βουνά που την περιβάλλουν είναι γυμνά. Πρόκειται για επιχρωματισμένο χαρακτικό του διάσημου Βρετανού λογίου αρχαιολόγου, ζωγράφου και αρχαιοσυλλέκτη Edward Dodwell. Δημοσιεύθηκε το 1819 και περιέχεται στο βιβλίο του Εικόνες από την Ελλάδα/Views in Greece (Λονδίνο 1821). Ο περιηγητής επισκέφθηκε την Ελλάδα το 1801. Επανήλθε το 1805-1806 με το ζωγράφο Σιμόνε Πομάρντι, και συνέλεξε υλικό που παρουσίασε σε τέσσερα βιβλία αργότερα.
Επιχρωματισμένο χαρακτικό του αρχαιοδίφη, ζωγράφου και περιηγητή βαρόνου Όθωνα φον Στάκελμπεργκ, (Otto Magnus, Baron von Stackelberg) από την Εσθονία (1786-1837), από το βιβλίο του «Ενδυμασίες και έθιμα των Νεοελλήνων» (Trachten und Gebrauche der Neii - Griechen) που εκδόθηκε από τον ίδιο στο Βερολίνο το 1831 ή το 1837.
Σε πρώτο πλάνο φαίνεται οικογένεια βοσκών, προφανώς σε ώρα ανάπαυσης και συζητήσεων και γύρω το κοπάδι τους κάτω από την καλαμωτή στη σκιά. Σε δεύτερο πλάνο η λίμνη σε πολύ μεγάλη έκταση και ανάμεσα της προβάλλει το ύψωμα «Μύτικας» που λέμε οι ντόπιοι, όπου και μερικά από τα ερείπια της αρχαίας Στυμφάλου. Στο βάθος αχνοφαίνονται τα βουνά πάνω από τη Λαύκα και την Καστανιά.
Ακολουθεί περιγραφή του ίδιου του Στάκελμπεργκ σε μετάφραση Νίκου Σημηριώτη, για τη Στυμφαλία, (στο Μιχόπουλος Κ. Σπύρος, Η λίμνη Στυμφαλία όπως την είδαν και την ζωγράφισαν οι ξένοι περιηγητές, περ. Αίπυτος τ. 23-25, έτος Θ' 2001)
«Τριγυρισμένη από πανάρχαιες απάτητες βουνοκορφές, που ορθώνονται μες από καταπράσινα λιβάδια και σκούρα σύδεντρα για να φτάσουν ψηλά πάνω απ' τα σύννεφα, εκτείνεται η ορεινή κοιλάδα του Στύμφαλου στην Αρκαδία, μ' εμφάνιση αυστηρή και μυστηριακή από τ' απανωτά αχνάρια πλημμύρας και καταστροφής. Από τις πηγές που αναβρύζουν εκεί κι' απ' τη στενή και ρηχή ρεματιά τον Στύμφαλον, που ξεχωρίζει αμυδρά στο βάθος, τα νερά συχνά φουσκώνουν άξαφνα τον χειμώνα, σε βαθμό που να πλημμυρίζουν ολόκληρη την πεδιάδα, κι όταν αποτραβηχτούν και στεγνώσουν, η λίμνη της Στυμφαλίας απλώνεται τελικά σ' αρκετήν έκταση, καθάρια και λαμπερή σαν καθρέφτης, ενώ το ξεπλυμένο κ' ισοπεδωμένο χώμα έχει κιόλας αρχίσει να πρασινίζει με γρασίδι, χορτάρια, κι ένα παχύ στρώμα από τριφύλλι. Τότε λίγο-λίγο ξεπροβάλλει μες απ' τη λίμνη ένα ύψωμα όπου ξεχωρίζουν τείχη κ' υπολείμματα σπιτιών, που αποτελούσαν κάποτε το αρχαίο οχυρό του Στύμφαλου, και στο βάθος των νερών διακρίνονται, όλο και πιο ξεκάθαρα, κομμάτια από κολώνες, πελεκημένα μάρμαρα, βωμοί, επιγραφές, λογής ερείπια, θλιβερές μαρτυρίες του παρελθόντος ενός λαού με υψηλό πολιτισμό αυτής της ξακουσμένης πολιτείας που, καθώς είναι πια καταποντισμένη, εκτείνεται ως το βυθό της λίμνης...».
Κάθε χρόνο, όταν σταματούν οι πλημμύρες κι αποτραβιούνται τα νερά, οι τσοπαναραίοι φέρνουν μεγάλα κοπάδια από πρόβατα κάτω στη γυμνή, πράσινη, άδεντρη λαγκαδιά, για να ζήσουν εκεί πρόσκαιρα σαν νομάδες, όσο διάστημα μένει στεγνό το έδαφος. Παίρνουν μαζί τα λίγα τους απαραίτητα σκεύη, που είναι κυρίως καρδάρες για γάλα, στήνουν στενόμακρες χαμηλές στάνες μ' ακατέργαστους πασσάλους από δέντρα και με καλάμια, για να προφυλάξουν τα πρόβατα από τις καυτερές αχτίδες του ήλιου, θρέφονται με το γάλα και το κρέας τους, ντύνονται με ρούχα υφασμένα απ' το μαλλί τους, και τριγυρνούν από τόπο σε τόπο. Ανήκουν στη βλάχικη γενιά των Νεοελλήνων, κ' έτσι ονομάζονται Βλάχοι, έχοντας μοναδική τους απασχόληση τη βοσκή των κοπαδιών τους. Δεν είναι σπάνιο να βρίσκονται μεταξύ τους λεβεντόκορμοι άντρες κι ωραίες γυναίκες. Το ντύσιμο τους, μ' ανοιχτά χρώματα, από λευκό μπαμπάκι και κιτρινωτό μαλλί, στολισμένο με πολύχρωμα μεταξωτά κεντίδια και κρόσια, κάνει πιο όμορφη τη συμπαθητική κι απλή εμφάνιση των ανθρώπων αυτών.
Το πλάνο της αντίστοιχης εικόνας παριστάνει την ώρα της ανάπαυσης των βοσκών και την όψη της συνηθισμένης περιπλανώμενης κι άστατης ζωής τους. Κάτω απ' τον ίσκιο της στάνης είναι συναγμένο το κοπάδι, και κοντά του ένας τσοπάνος, ακουμπισμένος στη γκλίτσα του αφήνει τη ματιά του να πλανιέται στο μάκρυνα τοπίο. Μπροστά κάθονται πλάι-πλάι μερικοί βοσκοί στηριζόμενοι στις μακριές τους γκλίτσες που τις λένε λαγωβόλια, κουβεντιάζοντας μεταξύ τους για να διαλέξουν ποια απ' τα ζώα του κοπαδιού τους είναι τα καλύτερα για πούλημα και ποια πρέπει να τα κρατήσουν γι' άλλον σκοπό. Στο μεταξύ ένας απ' αυτούς, που έχει δίπλα του ακουμπισμένο ένα τουφέκι - αναγκαίο μέσο αμύνης ενάντια στους εχθρούς του κοπαδιού, τα τσακάλια, που ζυγώνουν τη νύχτα ουρλιάζοντας, - καταπιάνεται να δέσει τα σανδάλια του. Ένας άλλος στέκει ορθός, και με νεανική φιλαρέσκεια φροντίζει να ξανατυλίξει το σαρίκι του- ωστόσο συμμετέχουν κι αυτοί στη συζήτηση για το ξεδιάλεγμα και τον προορισμό των αρνιών τους. Λίγο πιο πέρα περνούν μαζί μπρος απ' τη στάνη δυο γυναίκες, που φαίνονται να πηγαίνουν για ν' απασχοληθούν, όπως πάντα προσεχτικά και πρόθυμα, με τα δικά τους καθήκοντα. Η μια έχει κρεμάσει στην πλάτη της μια κούνια από τομάρι προβάτου όπου κοιμάται το μωρό της, ενώ η άλλη σηκώνει το δικό της καβάλα στον ώμο της, στηρίζοντας το με το ένα της χέρι.
Η μάχη της Στυμφαλίας
Κατά τη γερμανική κατοχή έγινε εδώ η περίφημη μάχη της Στυμφαλίας. Στις 28 Ιούνη η 117η γερμανική μεραρχία, με δύναμη 1.000 στρατιωτών έφτασε στο φυλάκιο του κάμπου της Στυμφαλίας με εντολή να κάψει τα σπαρτά της ορεινής αυτής περιοχής του νομού. Επενέβη το 6ο Τάγμα του ΕΛΑΣ περικύκλωσε τον εχθρό από τους γύρω λόφους και μετά από άγρια μάχη τριών ημερών (1-3 Ιουλίου 1944) επικράτησαν οι ελληνικές δυνάμεις και οι Γερμανοί αποχώρησαν μετά από βαριά ήττα. Εκατοντάδες πτώματα παγιδευμένων γερμανών -μεταξύ των οποίων και ταγματασφαλίτες- γέμισαν τον κάμπο και το βούρκο της λίμνης. Οι απώλειες μας ήταν 16 νεκροί αντάρτες.
- Προβολές: 4488