Η ΑΡΧΑΙΑ ΤΙΤΑΝΗ ΚΑΙ ΤΟ ΑΣΚΛΗΠΙΕΙΟ ΤΗΣ
Μία παρουσίαση ενός αρχέγονου ιεροθεραπευτηρίου στην επικράτεια της αρχαίας Σικυωνίας, μέσα από τις μαρτυρίες των περιηγητών και την αρχαιολογική έρευνα.
Ένας από τους λιγότερο προβεβλημένους μνημειακούς χώρους της Κορινθίας είναι αυτός της αρχαίας Τιτάνης, απέχοντας μόλις 26 χιλιόμετρα οδικώς από το Κιάτο. Εκτείνεται στην έκταση βορειοανατολικά του ομώνυμου σύγχρονου οικισμού(1), έχοντας γεωγραφικό επίκεντρο την εδαφική έξαρση με την εκκλησία του Αγίου Τρύφωνα (υψόμετρο 592 μέτρα), που η ομαλή πλευρά της ασφαλίζεται από εντυπωσιακή οχύρωση της Ελληνιστικής εποχής (323 – 31 π. Χ.), στην οποία αποδίδεται η φυσιογνωμία της «ακροπόλεως».
Η πρόσβαση στην τοποθεσία είναι ευχερής, καθώς ο λόφος αναγνωρίζεται άμεσα από την συστάδα με τα πανύψηλα κυπαρίσσια στην κορυφή του, ενώ υπάρχει και σχετική πληροφοριακή πινακίδα επί του επαρχιακού δρόμου στην είσοδο του οικισμού, από την κατεύθυνση του Κρυονερίου – Γονούσας. Ωστόσο, εκτός από το σωζόμενο τείχος με τους δύο επιβλητικούς τετράγωνους πύργους, κανένα άλλο αρχαίο κατάλοιπο δεν γίνεται αντιληπτό από τους επισκέπτες, που ίσως να μην γνωρίζουν ότι εδώ βρίσκονταν ένα φημισμένο και δημοφιλές Ασκληπιείο. Το αρχαίο θεραπευτήριο της Τιτάνης φέρεται να ήταν το σημαντικότερο ιαματικό ιερό στην επικράτεια της αρχαίας Σικυωνίας και ένα από τα παλαιότερα αυτού του είδους στην Πελοπόννησο ή ακόμα και στον Ελληνικό χώρο. Η σπουδαιότητα του συνάγεται μέσα από το οδοιπορικό του διάσημου περιηγητή Παυσανία (110 – 180 μ. Χ.), ο οποίος γύρω στο 155 μ. Χ. περιοδεύει στην Κορινθία καταγράφοντας λεπτομερώς πόλεις, κώμες, αξιόλογα μνημεία και τόπους λατρείας, παραθέτοντας ταυτόχρονα ιστορικές πληροφορίες, διανθισμένες με λαογραφικές και θρησκευτικές παραδόσεις. Αυτή είναι και η μοναδική πρωτογενής πηγή σχετικά με την αρχαία Τιτάνη και ο περαιτέρω σχολιασμός της αποκτά ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Εικόνα 2: Σωζόμενο τμήμα της βόρειας πλευράς του περιβόλου του Ασκληπιείου της αρχαίας Τιτάνης. Στο βάθος διακρίνεται το έξαρμα της «ακρόπολης» με τα κυπαρίσσια.
Ο Παυσανίας αφηγείται ότι η οδός από την αρχαία Σικυώνα (σημερινή Βασιλικό) προς την Τιτάνη είχε μήκος 60 στάδια (π. 11,1 χιλιόμετρα) και ήταν αδιάβατη για άμαξες με ζεύγος ζώων λόγω της στενότητας της(2). Το συγκεκριμένο αρχαίο δρομολόγιο έβαινε παράλληλα με την νοτιοανατολική όχθη του ποταμού Ασωπού μέχρι ένα ορισμένο σημείο και μετά από μία ποτάμια διάβαση στρέφονταν δυτικά, καταλήγοντας στις προσβάσιμες υπώρειες και έπειτα στην κορυφή του υψώματος του Αγίου Τρύφωνα. Η δε αναφερόμενη απόσταση είναι απόλυτα ακριβής και συνιστά ένα επιπρόσθετο στοιχείο για την ταυτοποίηση της τοποθεσίας. Ο περιηγητής μνημονεύει ότι πρώτος οικιστής ήταν ο Τιτάνας, από τον οποίο αποκαλέστηκε το «χωρίον» Τιτάνη. Πιστεύει πως αυτή η μυθολογική μορφή θεωρήθηκε αδερφός του Ήλιου, επειδή ήταν πολύ ικανός στην παρατήρηση των εποχών του έτους, δηλαδή πότε ο ήλιος επιδρά ευεργετικά στην ανάπτυξη των σπόρων και των δέντρων και στην ωρίμανση των καρπών. Μεταγενέστερα, ήρθε στην Τιτάνη της Σικυωνίας ο Αλεξάνορας, ο γιός του ιατρού Μαχάονος και εγγονός του Ασκληπιού, ο οποίος ίδρυσε το Ασκληπιείο. Αυτή η γενεαλογία μας δίνει την δυνατότητα προβούμε σε μία προσεγγιστική αναγωγή, προκειμένου να θέσουμε μία συμβατική χρονολογική αφετηρία στην λειτουργία του ιερού θεραπευτηρίου. Ο γιός του θεού της ιατρικής, Μαχάονας, ως ελάσσονα θεότητα ήταν προστάτης της στρατιωτικής χειρουργικής και ως υπαρκτή προσωπικότητα φέρεται να συμμετείχε στην εκστρατεία των Αχαιών εναντίον της Τροίας, όπου και τελικά σκοτώθηκε στο τελευταίο έτος(3). Κατά την επικρατέστερη αντίληψη, η επική σύγκρουση έλαβε χώρα την δεκαετία 1194 – 1184 π. Χ.. Συνεπώς μπορούμε να εικάσουμε ότι ο Αλεξάνορας, ο γιός του Μαχάονος, κατέφτασε στην Σικυωνία λίγο μετά από αυτή την περίοδο, θεσπίζοντας την ιαματική λατρεία του Θεού Ασκληπιού και προγόνου του, περί το β’ μισό του 12ου αιώνα π. Χ.. Μάλιστα, όπως φανερώνεται από τα αρχαιολογικά ευρήματα, η ευρύτερη περιοχή της Τιτάνης κατοικούνταν από την Υστεροελλαδική εποχή (ΥΕ, 1600 – 1100 π. Χ.), την λεγόμενη και «Μυκηναϊκή», μία ένδειξη που παρέχει μία κάπως αληθοφανή χροιά στην παραπάνω υπόθεση.
Εικόνα 3: Άποψη της ανατολικής πλευράς του υψώματος του Αγίου Τρύφωνα («ακρόπολης» αρχαίας Τιτάνης) με τις απότομες καταπτώσεις. Από μακρινή απόσταση φαντάζει με κορυφή όρους, όπως το αναφέρει ο Παυσανίας ερχόμενος από την κατεύθυνση του ποταμού Ασωπού.
Στα χρόνια του Παυσανία, οι περισσότεροι από τους κατοίκους της Τιτάνης υπηρετούσαν τον θεό Ασκληπιό, ενώ εντός του περιβόλου του ιερού υπήρχαν παλαιότατα κυπαρίσσια. Όσον αφορά το άγαλμα του, κανένας δεν μπορούσε να μάθει από ποιο ξύλο ή μέταλλο ήταν φιλοτεχνημένο, ούτε γνώριζαν τον δημιουργό του και ορισμένοι απέδιδαν την κατασκευή του στον Αλεξάνορα. Από το γλυπτό φαίνονταν μόνο το πρόσωπο του Ασκληπιού και τα άκρα των χεριών και των ποδιών του, γιατί το υπόλοιπο σώμα του ήταν σκεπασμένο με λευκό μάλλινο χιτώνα και ιμάτιο. Το ίδιο συνέβαινε και με το άγαλμα της κόρης του, της Υγείας, που βρίσκονταν επίσης εκεί. Ούτε και εκείνο διακρίνονταν με ευκολία, καθώς καλύπτονταν από μαλλιά γυναικών, τα οποία έκοψαν και τα αφιέρωσαν στην θεά, αλλά και από λωρίδες (τελαμώνες) πολυτελών Βαβυλωνιακών υφασμάτων. Ο αρχαίος περιηγητής μας πληροφορεί πως αν ήθελε κάποιος να επικαλεστεί οποιαδήποτε θεότητα ευλαβούνταν στο ιερό της Τιτάνης, τον προέτρεπαν να προσευχηθεί με παρόμοιο σεβασμό και στην Υγεία. Αυτή η θερμή εξειδικευμένη λατρεία προς την θεοποιημένη υπόσταση της κόρης του Ασκληπιού, οδήγησε πολλούς ιστορικούς ερευνητές και αρχαιολόγους να διατυπώσουν την άποψη ότι σε αυτό το μέρος της Σικυωνίας συστήθηκε ουσιαστικά το πρώτο Κέντρο Υγείας στην Ελληνική περιφέρεια.
Εικόνα 4: Γωνιακό τμήμα της βόρειας πλευράς του περιβόλου του Ασκληπιείου της αρχαίας Τιτάνης, με δόμηση από κατεργασμένους ογκόλιθους.
Μέσα στον ναό ήταν τοποθετημένοι και οι ανδριάντες του Αλεξάνορα και του Ευαμερίωνα. Τον πρώτο τιμούσαν ως ήρωα με επιμνημόσυνες σπονδές μετά την δύση του ηλίου, ενώ στον δεύτερο θυσίαζαν όπως αρμόζει σε θεό. Ο Παυσανίας εικάζει ότι τον Ευαμερίωνα, οι κάτοικοι της Περγάμου τον ονόμαζαν Τελεσφόρο, σύμφωνα με ένα δοθέντα χρησμό, ενώ οι Επιδαύριοι τον αποκαλούσαν Άκεση. Έξω από τον ναό βρίσκονταν και το ξύλινο ξόανο της Κορωνίδας, της μητέρας του Ασκληπιού. Όταν οι μύστες θυσίαζαν στον θεό ταύρο, αρνί και χοίρο, μεταφέρονταν η Κορωνίδα στο ιερό της Αθηνάς και εκεί της απέδιδαν τιμές. Κάθε φορά που καθαγίαζαν τα θυόμενα σφάγια, δεν αρκούνταν μόνο στην κοπή των μηρών τους, αλλά τα έκαιγαν πάνω στο έδαφος, εκτός από τα πτηνά τα οποία έθεταν σε πυρά επί του βωμού. Στο αέτωμα του ναού απεικονίζονταν ο Ηρακλής και στις άκρες του πλαισιώνονταν με παραστάσεις από Νίκες.
Σύμφωνα με την ιατρό και συγγραφέα Σεβαστή Καραχάλιου, ο Αλεξάνορας και ο Ευαμερίωνας αντιπροσώπευαν προγενέστερες τοπικές θεότητες με ιαματικές ιδιότητες, που αντικαταστάθηκαν από τον επιφανέστερο Ασκληπιό. Έτσι προσωποποιήθηκαν και διατηρήθηκαν ο ένας ως αφηρωισμένος απόγονος του θεού και ο έτερος ως δευτερεύουσα θεότητα, υποδηλώνοντας την λειτουργία του χώρου της Τιτάνης σαν ιερού αναρρωτήριου από την απώτερη αρχαιότητα, όπως αφήνει έμμεσα να εννοηθεί και ο Παυσανίας. Άλλωστε, η ετυμολογία των ονομάτων τους είναι επικουρικής και καταπραϋντικής φύσεως, καθώς ο Αλεξάνορας προσδιορίζει την αποτροπή του κακού και ο Ευαμερίωνας πρεσβεύει το χάρισμα αγαθών ημερών στους ανθρώπους. Ο δε τελευταίος παραλληλίζεται με τον Τελεσφόρο της Περγάμου, ο οποίος λογίζονταν ως πνεύμα της ανάρρωσης και των καλών ημερών, ανήκοντας στον κύκλο των δαιμόνων του θεού Ασκληπιού. Επίσης, η Καραχάλιου εκτιμά ότι στην Τιτάνη δοξάστηκε πρωταρχικά η θεοποιημένη έννοια της Υγείας, ξεπερνώντας ακόμα και την καθοσίωση του Ασκληπιού και από εδώ διαδόθηκε η λατρεία της στις υπόλοιπες Ελληνικές πόλεις, συνιστώντας το αρχέτυπο ενός Κέντρου Υγείας και περίθαλψης ασθενών.
Εικόνα 5: Άποψη τμήματος της νότιας πλευράς του περιβόλου του Ασκληπιείου της αρχαίας Τιτάνης, που διατηρείται σε ύψος περίπου δύο δόμων. Σε δεύτερο πλάνο διακρίνεται ο νοτιοδυτικός αμυντικός πύργος της «ακρόπολης».
Μάλλον δίπλα από τον ναό του Ασκληπιού σχηματίζονταν στοά, όπου ήταν στημένα τα αγάλματα του Διονύσου, της Εκάτης, της Αφροδίτης, της Μητέρας των θεών και της Τύχης. Όλα τους ήταν ξύλινα ξόανα, εκτός από το ομοίωμα του Ασκληπιού, του επονομαζόμενου Γορτύνιου(4), το οποίο ήταν φτιαγμένο από μάρμαρο. Σε ένα μέρος φυλάσσονταν τα ιερά ερπετά (δράκοντες στο πρωτότυπο κείμενο), αλλά οι πιστοί δεν ήθελαν να εισέρχονται εκεί από φόβο, παρά μόνο κατέθεταν πριν από την είσοδο την τροφή τους και δεν ασχολούνταν περισσότερο με αυτά. Επιπλέον, μέσα στον περίβολο του ιερού κείτονταν και ο χάλκινος ανδριάντας του Γρανιανού από την Σικυώνα, ο οποίος είχε αναδειχθεί πολλαπλός Ολυμπιονίκης, από δύο φορές στα αθλήματα του πεντάθλου και του διαύλου, ενώ νίκησε μία φορά και στον δρόμο σταδίου(5), αγωνιζόμενος πάντοτε γυμνός και κρατώντας μία ασπίδα.
Ο Παυσανίας περιγράφει ότι στην Τιτάνη βρίσκονταν και το ιερό της Αθηνάς, οικοδομημένο επάνω σε λόφο, όπου προσήγαγαν το ξύλινο άγαλμα της Κορωνίδας. Στον ναό υπήρχε ένα αρχαίο ξόανο της θεάς Αθήνας και αναφέρονταν πως το κτίριο είχε προσβληθεί από κεραυνό. Κατεβαίνοντας κανείς από το συγκεκριμένο ύψωμα συναντούσε τον βωμό των Ανέμων, επί του οποίου ο ιερέας προσέφερε θυσίες στους ανέμους μία νύκτα κάθε έτους. Πραγματοποιούσε δε και άλλες απόρρητες τελετές σε τέσσερις οχετούς (βόθρους) για να κατευνάσει την αγριότητα των πνευμάτων, ενώ λέγονταν ότι ψαλμωδούσε τις επωδούς της Μήδειας. Κατόπιν ο διάσημος περιηγητής αποχωρεί από την περιοχή, κατηφορίζοντας προς το Φλιάσιο πεδίο και την πόλη του Φλιούντα, η οποία απείχε 40 στάδια (π. 7,4 χιλιόμετρα) από την Τιτάνη.
Εικόνα 6: Η ανακατασκευασμένη εκκλησία του Αγίου Τρύφωνα εντός της «ακρόπολης» της αρχαίας Τιτάνης. Η θεμελίωση του αρχικού κτίσματος ανάγεται στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, ενώ στην θέση του φέρεται να υπήρχε ο ναός της θεάς Αθηνάς κατά την αρχαιότητα.
Η παρουσία των άλλων δύο φαινομενικά αυτόνομων λατρευτικών χώρων στην αρχαία Τιτάνη, συνδέεται άρρηκτα με το θεραπευτικό περιβάλλον του τοπικού ιεροθεραπευτηρίου, όπως επισημαίνει η Σεβαστή Καραχάλιου. Είναι γνωστό ότι η Αθηνά ήταν κυρίως η πολιούχος θεά και προστάτιδα των πόλεων, όμως λατρεύονταν και σαν ιαματική οντότητα πολύ πριν την καθιέρωση των Ασκληπιείων. Της αποδίδονταν η ιδιότητα της εξυγίανσης του αέρα και της απομάκρυνσης των μιασμάτων, προσλαμβάνοντας το προσωνύμιο «Αθηνά Υγείια». Αυτές οι αρχέγονες καταβολές αντικατοπτρίζονται στο παλαιότατο ξόανο της θεάς στον ιδιαίτερο ναό της, όπου μεταφέρονταν περιστασιακά και το ξόανο της Κορωνίδας, της μητέρας του Ασκληπιού, υπονοώντας την διαχρονική ενάσκηση της ιατρικής στην Τιτάνη και τον εναρμονισμό των πρακτικών με τις εκάστοτε θρησκευτικές δοξασίες. Στο ίδιο ακριβώς πλαίσιο εντάσσονται και οι τελετές στον βωμό των Ανέμων, οι οποίες εμφανίζουν όλα τα γνωρίσματα μίας «προθεϊστικής» λατρείας, συνεκτιμώντας ότι απουσιάζει η δέηση σε κάποιο «Ολύμπιο» θεό. Οι μυστικιστικές ιεροπραξίες σε τέσσερις διαφορετικούς οχετούς (βόθρους) είχαν σκοπό να καταπραΰνουν την σφοδρότητα των τεσσάρων κύριων ανέμων, που αντιμετωπίζονται σαν θεότητες, προκειμένου να διασφαλιστεί και η καθαρότητα της ατμόσφαιρας. Οι δε εξορκιστικές επικλήσεις του ιεροφάντη εμπεριέχουν σαφώς το στοιχείο του αποκρυφισμού, αφού συνδέονται με την Μήδεια που διέθετε μαγικές ικανότητες, και πιστεύονταν ότι ενεργούσαν δραστικά στον εξευμενισμό των ανέμων και στην μετατροπή τους σε τερπνούς και ωφέλιμους τόσο για την υγεία, όσο και για τις αγροτικές καλλιέργειες.
Εικόνα 7: Άποψη των οχυρώσεων της «ακρόπολης» της αρχαίας Τιτάνης από νοτιοδυτικά. Οι ορθογώνιοι αμυντικοί πύργοι είναι κατασκευασμένοι κατά το ψευδοϊσόδομο σύστημα τοιχοποιίας.
Το μέρος της αρχαίας Τιτάνης στις ανατολικές εκφάνσεις του όρους Βέσιζα (υψόμετρο 1207 μέτρα), δεν επιλέχθηκε τυχαία για την ίδρυση του Ασκληπιείου. Σύμφωνα με εξειδικευμένες μελέτες, η περιοχή χαρακτηρίζεται από τις ήπιες κλιματολογικές συνθήκες της καθ’ όλη την διάρκεια του έτους, οι οποίες έχουν διατηρηθεί σταθερές από την αρχαιότητα και σίγουρα επιδρούσαν θετικά στην βελτίωση ή ακόμα και στην θεραπεία διαφόρων παθήσεων. Συνοπτικά, διαπιστώθηκε ότι παρουσιάζεται μικρή νέφωση και υγρασία, με συνέπεια να υφίστανται μεγάλες περίοδοι ηλιοφάνειας με μικρό εύρος θερμοκρασίας, επενεργώντας κατασταλτικά στον ανθρώπινο οργανισμό, ιδιαίτερα σε άρρωστους με πνευμονικά νοσήματα και σε άτομα με ψυχικές παθήσεις. Επίσης, οι ταχύτητες των ανέμων παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα, προκαλώντας ευεξία και πνευματική διαύγεια. Το άριστο κλίμα της Τιτάνης σε συνδυασμό με τις εφαρμοζόμενες θεραπευτικές πρακτικές, συνυφασμένες με τις υποβλητικές θρησκευτικές τελετουργίες, πρέπει να ανέδειξαν το Ασκληπιείο ως τον σημαντικότερο περιφερειακό ιερό χώρο της Σικυωνίας, με την φήμη του να εξαπλώνεται και έξω από όρια της επικράτειας της. Εδώ εικάζεται ότι συνέρρεαν πολυάριθμοι ασθενείς – προσκυνητές από ολόκληρη την Πελοπόννησο, προσκομίζοντας τις προσφορές τους στον Ασκληπιό τον «ζωοδότη» και στην κόρη του την Υγεία, διαμένοντας στα καταλύματα των βοηθητικών εγκαταστάσεων, που πιθανότατα διαμορφώνονταν εντός του περιβόλου. Κατά την παραμονή τους στο ιεροθεραπευτήριο προετοιμάζονταν κατάλληλα από το νοσηλευτικό προσωπικό, κυρίως ψυχοσωματικά, και τους παρέχονταν η ενδεδειγμένη θεραπεία για την περίπτωση τους από τους αρμόδιους ιερείς – ιατρούς.
Εικόνα 8: Άποψη του δυτικού αμυντικού πύργου της «ακρόπολης». Πιθανότατα στα μέσα του 19ου αιώνα διατηρούνταν περισσότερες σειρές μεγαλιθικών δόμων στην τοιχοποιία του.
Είναι άγνωστο πότε έπαψε να λειτουργεί το Ασκληπιείο της αρχαίας Τιτάνης, το οποίο φαίνεται ότι άκμαζε την εποχή της επίσκεψης του Παυσανία στα μέσα του 2ου αιώνα μ. Χ.. Ίσως μετά την τελική επικράτηση του Χριστιανισμού στα τέλη του 4ου αιώνα μ. Χ, η τοποθεσία να ερημώθηκε και να εγκαταλείφθηκε οριστικά, ακολουθώντας την μοίρα όλων των αρχαιοελληνικών ιερών. Με την πάροδο των αιώνων, στην ομαλή έκταση νοτιοδυτικά των ερειπωμένων αρχαίων καταλοίπων δημιουργήθηκε ένας μικρός οικισμός με την ονομασία Βοϊβοντά (Voivonda). Η συγκεκριμένη ονοματοθεσία πιστεύεται πως οφείλεται στον Τούρκο βοεβόδα της περιοχής, που είχε την κατοικία του στον χώρο της Τιτάνης(6). Όμως, μία εναλλακτική εκδοχή ίσως να κρύβεται στην Σλαβική προέλευση του όρου και να υποδηλώνει την συγκρότηση του οικισμού από μία πληθυσμιακή ομάδα Σλάβων εποίκων, οι οποίοι διεσπάρησαν στην Πελοπόννησο κατά το διάστημα της μεσοβυζαντινής περιόδου, αλλά σταδιακά εξελληνίστηκαν πλήρως.
Η αρχαία Τιτάνη προσέλκυσε το ενδιαφέρον αρκετών ξένων ιστοριοδιφών και μελετητών ήδη από τον 19ο αιώνα. Η ακριβής τοποθεσία ταυτοποιήθηκε για πρώτη φορά στα 1840 από τον Ludwig Ross (1806 – 1859), ο οποίος κατά την εκτίμηση του βασίστηκε στην μαρτυρία του Παυσανία(7). Ο Γερμανός αρχαιολόγος διεξήγαγε επιτόπια έρευνα και εκπόνησε ένα πρόχειρο σχεδιάγραμμα του αρχαιολογικού χώρου, όπου αποτυπώνονται πολλαπλές θεμελιώσεις αρχαίων κτισμάτων και άφθονη κεραμική στο ύψωμα του Αγίου Τρύφωνα, αλλά κυρίως στο πλάτωμα στα βορειοδυτικά του. Ο ίδιος επισημαίνει τα Ελληνιστικά τείχη της «ακρόπολης», ύψους 20 έως 30 ποδών (6 – 9 μέτρων), με τρεις ή τέσσερις πύργους κατά μήκος τους, κατασκευασμένους σύμφωνα με το ισοδομικό σύστημα, ενώ παραθέτει ότι τα μεταξύ τους μεταπύργια διέθεταν πολυγωνική δόμηση στο μεγαλύτερο μέρος τους. Στην εκκλησία του Αγίου Τρύφωνα παρατήρησε διάφορα τεμάχια από σπασμένους κίονες και ένα μικρό θριγκό Δωρικού ρυθμού, και αποφαίνεται πως στην θέση αυτή υπήρχε το ιερό της θεάς Αθηνάς. Ωστόσο, δεν διαπιστώνει κανένα οικοδομικό ίχνος που να σχετίζεται αναμφισβήτητα με τον ναό του Ασκληπιού και υποθέτει ότι το ιεροθεραπευτήριο πρέπει να βρίσκονταν στο προαναφερόμενο επίπεδο πλάτωμα, στο οποίο ενδεχομένως υπήρχε μία αρχαία πολίχνη περιορισμένου μεγέθους με οχυρωματικό περίβολο. Η αυτοψία του Ludwig Ross αποκτά μια βαρύνουσα σημασία, καθώς μας δίνει μία ενδεικτική εικόνα των καταλοίπων της αρχαίας Τιτάνης, όπως διασώζονταν στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα, χωρίς ακόμα να έχουν μεταβληθεί από την ανεξέλεγκτη λιθολόγηση για την ανέγερση νεότερων κατοικιών και άλλες φθοροποιές εργασίες.
Εικόνα 9: Το σχεδιάγραμμα του αρχαιολογικού χώρου της Τιτάνης, που εκπόνησε ο Γερμανός αρχαιολόγος Ludwig Ross στα 1840. Σε αυτό επισημαίνονται αρκετές αρχαίες θεμελιώσεις (Alte Fundamente) και το περίγραμμα τριών ή τεσσάρων αμυντικών πύργων στην «ακρόπολη» στο ύψωμα του Αγίου Τρύφωνα, αντί των δύο που διατηρούνται σήμερα. (Πηγή: «Reisen im Peloponnes», Ludwig Ross, s. 50 – 54).
Μετέπειτα επισκέπτεται την αρχαία Τιτάνη ο επίσης Γερμανός αρχαιολόγος και ιστορικός Ernst Curtius (1814 – 1896), ο οποίος σε ένα δίτομο επιστημονικό σύγγραμμα του για την Πελοπόννησο που εκδόθηκε τα έτη 1851 – 1852, πιστοποιεί την καταγραφή του Ross για τα υφιστάμενα τότε ερείπια και τα αρχιτεκτονικά μέλη Δωρικού ρυθμού γύρω από την εκκλησία του Αγίου Τρύφωνα(8). Όμως προτείνει ότι το Ασκληπιείο μάλλον ήταν ιδρυμένο κάπως μακρύτερα από την διαλαμβανόμενη τοποθεσία, σε ένα από τα χαμηλότερα άνδηρα προς τον ποταμό Ασωπό, αν και απαιτούνται απτές ανασκαφικές αποδείξεις, διότι πιστεύει πως η έκταση στο δυτικό πλάτωμα δεν επαρκούσε για να φιλοξενήσει τις κτιριακές εγκαταστάσεις ενός αξιόλογου θεραπευτικού κέντρου. Επιπλέον, αναφέρει ότι δεν θα μπορούσε να ήταν σε τόσο κοντινή απόσταση με ένα άλλο λατρευτικό μέρος, όπως το ιερό της θεάς Αθηνάς, που το προσδιορίζει και αυτός με βεβαιότητα στην θέση της εκκλησίας του Αγίου Τρύφωνα. Αυτή η έμμεση παραδοχή του Curtius προκάλεσε πλείστες διχογνωμίες μεταξύ των αρχαιολόγων, αλλά δεν φαίνεται να ευσταθεί τουλάχιστον σε ένα αληθοφανές επίπεδο, αν λάβουμε υπόψη ότι η αρχαία Τιτάνη περιγράφεται ως ένας ενιαίος τόπος από τον σχολαστικό Παυσανία και η διαδικασία της μεταφοράς του ξόανου της Κορωνίδας από τον χώρο του Ασκληπιείου στον ναό της Αθηνάς, υποδηλώνει σαφώς μία εγγύτητα μεταξύ των δύο αρχαίων ιερών.
Εικόνα 10: Άποψη του νοτιοδυτικού αμυντικού πύργου της «ακρόπολης», ο οποίος είναι θεμελιωμένος πάνω στο βραχώδες υπόστρωμα.
Σε παρόμοιες διαπιστώσεις προβαίνει και ο πολυπράγμων καθηγητής Αρχαιολογίας Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής (1809 – 1892) σε ένα ξενόγλωσσο άρθρο του στα 1857, όπου κάνει λόγο και για μερικές σαρκοφάγους λαξευμένες στον βράχο(9). Εντοπίζει δε τα θεμέλια ενός πολυγωνικού κτίσματος, στην άκρη του σχηματιζόμενου ανδήρου κάτω από την απόκρημνη ανατολική πλευρά του λόφου της «ακρόπολης», το οποίο αναγνωρίζει σαν τον βωμό των Ανέμων, αφού η θέση του ταιριάζει χωροταξικά με την αντίστοιχη εξιστόρηση του Παυσανία. Στα 1879 ο Γάλλος αρχαιοδίφης Julius Martha (1853 – 1932) δημοσιεύει την εντοιχισμένη επιγραφή δίπλα από την είσοδο της εκκλησίας του Αγίου Τρύφωνα(10). Στην αναθηματική μαρμάρινη πλάκα αναγράφονται τα εξής: «(Ζ)ΟΤΙΚΟ(Σ) (Ε)ΥΚΑΙΡΟ(Υ) ΑΣΚΛΗΠΙΩ ΤΙΤΑΝΙΩ (Χ)ΑΡΙΣΤΗΡΙΟΝ. Ψ(ηφίσματι) Β(ουλής)», τεκμηριώνοντας αναμφίβολα την ταύτιση του περιβάλλοντος χώρου με την αρχαία Τιτάνη, μολονότι δεν είναι γνωστό πότε και σε ποιό ακριβώς εδαφικό σημείο ανακαλύφθηκε αρχικά, έτσι ώστε να δίνεται μία αμυδρή ένδειξη για την πιθανή θέση του ναού του Ασκληπιού και κατ’ επέκταση του περίφημου ιεροθεραπευτηρίου. Η επιγραφή αγνοείται επιδεικτικά από τους προηγούμενους ερευνητές, γεγονός που σημαίνει ότι πρέπει είτε να ήταν επιχρισμένη, είτε να προσαρμόστηκε στον τοίχο της εκκλησίας μεταξύ των ετών 1857 και 1879, στα πλαίσια μίας διαφαινόμενης ανακαίνισης της.
Εικόνα 11: Η εντοιχισμένη επιγραφή στην εκκλησία του Αγίου Τρύφωνα με την αφιέρωση προς τον θεό «ΑΣΚΛΗΠΙΩ ΤΙΤΑΝΙΩ», η οποία συνιστά μία ακράδαντη απόδειξη για την ταύτιση της τοποθεσίας με το αρχαίο «χωρίον» της Τιτάνης.
Κατά την διάρκεια του μεσοπολέμου, ο μικρός οικισμός Βοϊβοντά μετονομάστηκε επίσημα σε Τιτάνη, λαμβάνοντας πλέον την δέουσα αρχαία Ελληνική ονομασία. Ωστόσο, ο παρακείμενος αρχαιολογικός χώρος είχε ήδη αρχίσει να αλλοιώνεται καίρια, καθώς τα υπάρχοντα ερείπια αποτελούσαν μία εύκολη πηγή για τον προσπορισμό οικοδομικού υλικού, δεχόμενα και φυσικές επιχωματώσεις, ενώ μεγάλη εκθεμελίωση σίγουρα θα προκάλεσε και η τυχόν εκχέρσωση του βορειοδυτικού επίπεδου πλατώματος για την δημιουργία καλλιεργήσιμης γης. Επιπρόσθετα το μέρος της «ακρόπολης», γύρω από την εκκλησία του Αγίου Τρύφωνα, χρησιμοποιούνταν ως νεκροταφείο του οικισμού, ενδεχομένως από τα τέλη 19ου αιώνα/αρχές 20ου αιώνα. Ο δε Γερμανός μελετητής Ernst Meyer (1888 – 1968) επισκέπτεται την Τιτάνη στα 1937, διενεργώντας μία ενδελεχή επισκόπηση της τοποθεσίας. Οι εκτιμήσεις του δημοσιεύτηκαν δύο χρόνια αργότερα, σε μία έκδοση που αφορούσε το οδοιπορικό του σε ένα τμήμα της Πελοποννήσου, ενώ στο σχετικό κεφάλαιο συμπεριλαμβάνονταν και ένας πλήρης χάρτης με όλα τα σωζόμενα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, πάνω στον οποίο στηρίχθηκαν οι μεταγενέστερες αρχαιολογικές έρευνες(11).
Εκτός από τις μετρήσεις και τις καταγραφές, ο Meyer προέβηκε σε λεπτομερείς τοπογραφικές και γεωλογικές παρατηρήσεις, διαχωρίζοντας τον χώρο σε δύο διακριτούς τομείς, τον βραχώδη λόφο του Αγίου Τρύφωνα με την οχύρωση που τον χαρακτηρίζει ως «ακρόπολη» και το βορειοδυτικό κροκαλοπαγές πλάτωμα που το αποκαλεί «Κάτω Πόλη (Understadt)» και θεωρεί ότι ήταν περιτειχισμένη, παγιώνοντας την αντίληψη περί μίας αρχαίας πολίχνης. Επίσης, μνημονεύει την εντοιχισμένη επιγραφή του Ασκληπιού και εντοπίζει δύο σπόνδυλους κιόνων, ύψους 75 εκατοστών και διαμέτρου 35 εκατοστών, κοντά στην εκκλησία του Αγίου Τρύφωνα, συμπεραίνοντας και αυτός πως εδώ βρίσκονταν ο ναός της θεάς Αθηνάς. Ο ίδιος συντάσσεται με την άποψη του Ludwig Ross, πως η πιθανότερη θέση για το ιεροθεραπευτήριο του Ασκληπιείου της αρχαίας Τιτάνης ήταν στον τομέα της οχυρωμένης «Κάτω Πόλης», ενώ διακρίνει τα λείψανα θεμελιώσεων στο άνδηρο ανατολικά του υψώματος της «ακρόπολης», τα οποία αποδίδει σε κάποιο αρχαίο ναό.
Εικόνα 12: Δορυφορική αποτύπωση του αρχαιολογικού χώρου της Τιτάνης. (1): Διατηρούμενο τμήμα βόρειας πλευράς αρχαίου περιβόλου. (2): Θεμελιώσεις κτίσματος. (3): Θέση Ρωμαϊκού λουτρού – Πιθανή περιβάλλουσα θέση Ασκληπιείου. (4): Λαξευμένη δεξαμενή ύδατος. (5): Διατηρούμενο τμήμα νότιας πλευράς αρχαίου περιβόλου. (6): Τείχος «ακρόπολης» (κίτρινη γραμμή). (7): Διατηρούμενοι πύργοι. (8): Ενδεχόμενη θέση πύργου. (9): Είσοδος στο παλαιό νεκροταφείο – Πιθανή θέση της πύλης της «ακρόπολης». (10): Εκκλησία του Αγίου Τρύφωνα – Πιθανή θέση του ναού της θεάς Αθηνάς (11): Μονόλιθος με λεκανοειδή επιφάνεια. (12): Αρχαίο οικοδόμημα – Πιθανή θέση του βωμού των Ανέμων. (13): Ενδεικτική όδευση αρχαίου δρομολογίου. Με μπλε διακεκομμένη γραμμή επισημαίνεται ο ενδεικτικός αρχαίος περίβολος.
Το τοπογραφικό σχεδιάγραμμα του Ernst Meyer συμπληρώθηκε στα 1975 από τον πολιτικό μηχανικό Νικόλαο Χαρλαύτη, με την χάραξη της υποθετικής οριογραμμής της αρχαίας πολίχνης. Εκείνο το χρονικό διάστημα πραγματοποιήθηκε μία αξιόλογη ανακάλυψη περίπου στο κέντρο της έκτασης του βορειοδυτικού πλατώματος. Υπό την επίβλεψη της αρμόδιας Εφορείας Αρχαιοτήτων ανασκάφηκε τμήμα υπόκαυστου από ένα λουτρώνα της Ρωμαϊκής εποχής. Αν και τα λουτρικά συμπλέγματα εμφανίζονται συχνά σε θεραπευτικά ιερά, εντούτοις δεν έχει εξακριβωθεί ακόμα η διασύνδεση της ανακαλυφθείσας εγκατάστασης με το τοπικό Ασκληπιείο. Στην αρχαία Τιτάνη εξακολούθησαν να δραστηριοποιούνται Έλληνες και ξένοι επιστήμονες, όπως ο καθηγητής αρχαιολογίας Γιάννης Λώλος, που διατύπωσε μία ρηξικέλευθη εκδοχή για τον φρουριακό προορισμό της «ακρόπολης» και την πολεοδομική φυσιογνωμία του χώρου, με την οποία θα ασχοληθούμε στην ενότητα της περιγραφής των υφιστάμενων οικοδομικών καταλοίπων.
Την περίοδο μεταξύ των ετών 2004 – 2008 υλοποιήθηκε το πρόγραμμα «Titane revisited project», με μέριμνα της Βελγικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών (Belgische School te Athene) και κατόπιν του Ολλανδικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου των Αθηνών (Netherlands Institute in Athens). Στα πλαίσια των εργασιών διεξάχθηκε μεθοδική επιφανειακή έρευνα της τοποθεσίας με την χρήση προηγμένων γεωματικών τεχνικών και εκπονήθηκαν ένα νέο τοπογραφικό σχέδιο μαζί με ένα ψηφιακό μοντέλο πεδίου, καθώς και ένας ορθοφωτογραφικός χάρτης της περιμέτρου της «ακρόπολης», μέσω της μεθόδου της φωτογραμμετρίας. Παράλληλα έγινε τοπογράφηση του κατώτερου ανδήρου ανατολικά του υψώματος του Αγίου Τρύφωνα και ανοίχθηκαν δοκιμαστικές τομές στα υφιστάμενα θεμέλια του κτίσματος, που θεωρήθηκε από τους παλαιότερους αρχαιολόγους ως βωμός ή ναός, προκειμένου να βρεθούν ενδείξεις για την ταυτότητα του. Ο αντικειμενικός σκοπός συνεχιζόμενων περιοδικών ερευνών, σε συνδυασμό με τα αποτελέσματα του προγράμματος «Titane revisited project»(12), είναι ο ακριβής προσδιορισμός της θέσης του Ασκληπιείου και της έκτασης του αρχαίου πολίσματος, αλλά και η διευκρίνιση του ιστορικού, πολιτικού και θρησκευτικού ρόλου της Τιτάνης στην επικράτεια της Σικυωνίας.
Εικόνα 13: Άποψη του υπόκαυστου του Ρωμαϊκού λουτρού στο δυτικό πλάτωμα της αρχαίας Τιτάνης, που ανακαλύφθηκε σε ανασκαφές στα μέσα της δεκαετίας του 1970. Σήμερα η θέση είναι επιχωματωμένη. (Πηγή: «The Sanctuary of Titane and the City of Sikyon», Yannis A. Lolos, fig. 7).
Όταν ένας επισκέπτης φτάνει στον αρχαιολογικό χώρο της Τιτάνης, εκείνο που τραβάει την προσοχή του είναι το τείχος της «ακρόπολης» με τους δύο επιβλητικούς πύργους του. Κανένα άλλο κτιριακό κατάλοιπο δεν γίνεται άμεσα αντιληπτό, με συνέπεια να προκαλείται μία ελλιπής εντύπωση. Όμως πριν το ύψωμα της «ακρόπολης» με τα κυπαρίσσια μεσολαβεί μία επίπεδη έκταση στα δυτικά, στην οποία σχηματίζονταν ο αρχαίος οικισμός, δηλαδή το «χωρίον» της Τιτάνης, όπως αναφέρεται από τον Παυσανία. Σε αυτό το πλάτωμα εντοπίζονται μερικά οικοδομικά απομεινάρια, που μας δίνουν την δυνατότητα να προβούμε σε ορισμένες ενδεικτικές εκτιμήσεις. Στην βόρεια πλευρά του διασώζεται ένα τμήμα αναλημματικού τοίχου, κατασκευασμένου από ευμεγέθεις ορθογώνιους δόμους, σε μήκος περίπου 19 μέτρων και σε μέσο ύψος 2 μέτρων, που ανάγεται στα Ελληνιστικά χρόνια. Ακολουθώντας το διαφαινόμενο ίχνος του προς την «ακρόπολη» υφίσταται μία μάλλον γωνιακή απόληξη του, ενώ στην συνέχεια έχει αντικατασταθεί από ένα πιθανόν μεταγενέστερο τοιχίο δομημένο με πέτρες ακανόνιστου σχήματος. Στην αρχαιότητα πρέπει να διέθετε αρκετά μεγαλύτερο ύψος, αφού διακρίνονται κάποιοι από τους ογκώδεις δόμους του να κείτονται διάσπαρτοι στην κατωφέρεια της βόρειας παρυφής. Ένα άλλο κρηπίδωμα τείχους με παρόμοια τοιχοποιία διατηρείται στην νότια πλευρά του πλατώματος, σε μήκος περί τα 12,50 μέτρα, κάτω από τον χωματόδρομο που οδηγεί στην σημερινή είσοδο στον προαύλιο χώρο της εκκλησίας του Αγίου Τρύφωνα και στο παλαιό νεκροταφείο. Σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή, αυτά τα δύο τμήματα ανήκουν στην περιμετρική οχύρωση της «Κάτω Πόλης» της Τιτάνης, με την περίμετρο της να υπολογίζεται γύρω στα 550 μέτρα, καταλαμβάνοντας μία έκταση 18,8 στρεμμάτων, η οποία θεωρήθηκε από πολλούς μελετητές επαρκής για να περικλείει μία μικρή πολίχνη, αν εξαιρέσουμε την άποψη του Ernest Meyer.
Εικόνα 14: Άποψη του σωζόμενου τμήματος του βόρειου αναλημματικού τοίχου στο πλάτωμα δυτικά της «ακρόπολης», το οποίο θεωρείται ότι ανήκει στον περιμετρική οχύρωση της «Κάτω Πόλης» της αρχαίας Τιτάνης.
Εκτός από το Ρωμαϊκό λουτρώνα, στο δυτικό πλάτωμα επισημάνθηκαν ακόμα δυο υποδομές από τον Γιάννη Λώλο. Πρόκειται για μία δεξαμενή ύδατος (κιστέρνα), διαστάσεων 1,30 Χ 0,82 μέτρων, λαξευμένη στο βραχώδες υπόστρωμα, και η θεμελίωση ενός κτίσματος, διαστάσεων 7,62 Χ 5,20 μέτρων, στην νοτιοδυτική και βορειοδυτική πλευρά αντίστοιχα. Επιπρόσθετα, στην τοποθεσία καταγράφηκαν αρκετά κομμάτια από τοιχοποιία με τούβλα (opus testaceum), μία πρακτική δόμησης που άρχισε να υιοθετείται από τον 1ο αιώνα π. Χ. και εφαρμόστηκε κατά την Ρωμαϊκή εποχή. Η δε προαναφερθείσα λουτρική εγκατάσταση βρίσκονταν στο ενδιάμεσο των δύο παραπάνω κατασκευών, αλλά δυστυχώς το μέρος έχει επιχωματωθεί μετά από τις σωστικές ανασκαφές και πλέον ξεχωρίζει μόνο ένα χαμηλό παχύ τοίχωμα από τούβλα και ασβεστοκονίαμα. Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους, υφίστανται εμφανείς ενδείξεις ότι το νερό διοχετεύονταν στον χώρο της Τιτάνης, μέσω πήλινων αγωγών από μία πηγή στις βορειοδυτικές υπώρειες του όρους Βέσιζα, διανύοντας μία απόσταση περίπου 3,5 χιλιομέτρων. Ίσως όμως αυτή να ήταν μία ενισχυτική παροχή ύδατος, αφού στα νότια κράσπεδα του υψώματος του Αγίου Τρύφωνα αναβλύζει μία πηγή, υποδηλώνοντας έναν ικανοποιητικό υδροφόρο ορίζοντα, που ενδεχομένως να ήταν αποδοτικός και στην αρχαιότητα.
Εικόνα 15: Άποψη της ορθογώνιας δεξαμενής ύδατος στην νοτιοδυτική πλευρά του πλατώματος της Τιτάνης, λαξευμένης στο βραχώδες υπόστρωμα.
Το οχυρωματικό τείχος της «ακρόπολης» χρονολογείται στην Ελληνιστική εποχή (323 – 31 π. Χ.) και διατηρείται σε αρκετά καλή κατάσταση σε ένα μήκος περίπου 73 μέτρων, με το μέγιστο ύψος του να ανέρχεται στα 4,25 μέτρα, διαθέτοντας δύο από τους αμυντικούς πύργους του. Στην αυθεντική του μορφή πρέπει να ήταν εξ’ ολοκλήρου κατασκευασμένο κατά το ψευδοϊσόδομο σύστημα τοιχοποιίας από τετραγωνισμένους ογκόλιθους(13), όπως και οι αναλημματικοί τοίχοι του δυτικού πλατώματος, αλλά κατά την γνώμη του γράφοντος, σε μία κατοπινή οικοδομική φάση, τουλάχιστον τα μεταπύργια επισκευάστηκαν εσπευσμένα με πολυγωνική λιθοδομή από μεσαίου μεγέθους ημικατεργασμένες πέτρες. Η οχύρωση διασφαλίζει πλήρως το προσβάσιμο δυτικό πρανές του υψώματος του Αγίου Τρύφωνα και φαίνεται ότι εισέρχονταν μέχρι κάποιο σημείο στην βόρεια και νότια πλευρά, σχηματίζοντας ένα υποτυπώδες ημικύκλιο για λόγους ασφαλείας, ενώ η υπόλοιπη περίμετρος της «ακρόπολης» ήταν ατείχιστη, εξαιτίας των απόκρημνων βραχωδών καταπτώσεων. Από τους δύο διασωζόμενους πύργους, ο δυτικός φέρει 7 σειρές δόμων στην πρόσοψη του, που ένα μέρος της επικαλύπτεται από σωρό χώματος, έχοντας πλάτος 9 μέτρα και προεκτείνεται από το τείχος 3 μέτρα στα βόρεια και 5 μέτρα στα νότια. Ο δε νοτιοδυτικός είναι θεμελιωμένος πάνω στον φυσικό βράχο και έχει πλάτος πρόσοψης 8 μέτρων, φθάνοντας σε ύψος επίσης 7 σειρών δόμων και προεξέχει κατά 2,2 προς βορρά και 3,5 μέτρα προς νότο. Το τείχος ενδεχομένως να ενισχύονταν από περισσότερους πύργους, λαμβάνοντας υπόψη την μαρτυρία του Ludwig Ross, ο οποίος στα 1840 αναφέρει την παρουσία τριών ή τεσσάρων πύργων. Μάλιστα, ο Ernst Meyer υποθέτει ότι η πύλη προς την «ακρόπολη», θα πρέπει να ανοίγονταν στην θέση της τωρινής εισόδου στο παλαιό νεκροταφείο. Εκεί δημιουργείται μία πυργοειδής προβολή με μεγαλιθική δόμηση, η οποία κάλλιστα θα μπορούσε να ήταν ένας τρίτος πύργος στην αρχική της διαμόρφωση της οχύρωσης, με σκοπό την προστασία της πύλης, κατά το σύνηθες πρότυπο της αρχαίας οχυρωματικής τέχνης.
Εικόνα 16: Άποψη των δύο διατηρούμενων πύργων της «ακρόπολης», κατασκευασμένων με το ψευδοϊσοδομικό σύστημα τοιχοποιίας κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους. Το μεγαλύτερο τμήμα του μεταπυργίου διαθέτει διαφορετική λιθοδομή, που ενδεχομένως να οφείλεται σε μία μεταγενέστερη επισκευή των οχυρώσεων.
Σήμερα στην έκταση των 2 στρεμμάτων της «ακρόπολης» υπάρχει η πρόσφατα αναπαλαιωμένη εκκλησία του Αγίου Τρύφωνα και το εγκαταλειμμένο Χριστιανικό κοιμητήριο, με τους ρημαγμένους τάφους να αποπνέουν μία απόκοσμη αύρα που ξενίζει τον επισκέπτη. Κανένα άλλο αρχαίο αρχιτεκτονικό μέλος δεν είναι πλέον ορατό, εκτός από την προαναφερθείσα εντοιχισμένη μαρμάρινη πλάκα με την αφιερωματικό ψήφισμα της βουλής στον Ασκληπιό και ένα μεγάλο τετράγωνο δόμο, που μάλλον έχει αποτεθεί σαν κάθισμα δίπλα από την θύρα της εκκλησίας. Η επιγραφή εκτιμάται ότι χαράχτηκε κατά την Ρωμαϊκή εποχή, με βάση τους γραφικούς χαρακτήρες και την συντομογραφία του υστερόγραφου, αλλά δεν παρέχει καμία χωροταξική πληροφορία για το μέρος του κτιριακού συγκροτήματος του Ασκληπιείου. Εντούτοις στο εσωτερικό της «ακρόπολης» πιθανολογείται με αξιώσεις ότι βρίσκονταν ο ναός της θεάς Αθηνάς από την συντριπτική πλειονότητα των ερευνητών.
Ο Γιάννης Λώλος εκφράζει την άποψη ότι η Τιτάνη δεν ήταν μία αρχαία πολίχνη, αλλά ένας θρησκευτικός χώρος και ίσως το πιο σημαντικό ιερό στην επικράτεια της Σικυωνίας στην αρχαιότητα, ιδρυμένο στην Γεωμετρική εποχή (1050 – 700 π. Χ.), όπως συνάγεται από την ανακάλυψη κεραμικής στην περιοχή, που δύναται να αναχθεί στο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα ή στους πρώιμους Αρχαϊκούς χρόνους, καθώς και από τις αρχέγονες πρακτικές λατρείας, οι οποίες παρατίθενται στο κείμενο του Παυσανία. Πιστεύει ότι το Ασκληπιείο βρίσκονταν στο πλάτωμα δυτικά του υψώματος του Αγίου Τρύφωνα, υποστηρίζοντας πως τα πλευρικά κατάλοιπα των αναλημματικών τοίχων στις πλευρές του δυτικού πλατώματος ανήκουν στον χαμηλό περίβολο του ιεροθεραπευτηρίου, καθώς δεν συνάδουν με τον τύπο των αμυντικών τειχών μίας πόλης. Ο αρχαίος περιηγητής χαρακτηρίζει την Τιτάνη ως «χωρίον», έναν όρο που μεταχειρίζεται στο έργο του «Ελλάδος Περιήγησις» όταν περιγράφει συγκεκριμένα μέρη στο ύπαιθρο, οι περισσότεροι από τους οποίους συνδέονταν με θρησκευτικές και μυθολογικές παραδόσεις(14). Αντίθετα, χρησιμοποιεί τις λέξεις «πόλις», «κώμη» και «πόλισμα», όταν αναφέρεται σε αστικούς τόπους. Έτσι λοιπόν, ο Λώλος συμπεραίνει ότι η Τιτάνη ήταν απλά ένας ιερός χώρος με έναν μικρό συνοικισμό γύρω από αυτόν, όπου κατοικούσε το βοηθητικό προσωπικό του Ασκληπιείου, δηλαδή ουσιαστικά συνιστούσε μία θεραπευτική κοινότητα.
Εικόνα 17: Άποψη του βορειοδυτικού σκέλους των σωζόμενων οχυρώσεων της «ακρόπολης». Με κόκκινο βέλος επισημαίνεται το τμήμα των τειχών που κατέρρευσε το έτος 2007.
Όσον αφορά τις οχυρώσεις στον λόφο του Αγίου Τρύφωνα, αυτές δεν πρέπει να ανταποκρίνονται στα τείχη μίας «ακρόπολης», όπως ερμηνεύτηκαν από τον Ernst Meyer και άλλους προηγούμενους αρχαιολόγους. Σύμφωνα με την εκδοχή του Γιάννη Λώλου, πρόκειται για ένα εμβόλιμο φρούριο που κατασκευάστηκε εντός των εγκαταστάσεων του ιεροθεραπευτηρίου, πιθανώς περί τα τέλη του 4ο αιώνα π. Χ., εξαιτίας της μείζονος στρατηγικής σημασίας της τοποθεσίας. Από την άκρη του υψώματος παρέχεται εξαιρετική παρατήρηση προς τα ανατολικά έως την κορυφογραμμή του όρους Τρικάρανον, όπου βρίσκονταν η αρχαία Θυαμία (περιοχή Στιμάγκας), αλλά και προς τα νότια υψίπεδα πριν το Φλιάσιο πεδίο, τα οποία διέγραφαν το σύνορο της Σικυωνίας στην αρχαιότητα. Εξάλλου από την Τιτάνη διέρχονταν μία από τις δύο κύριες οδούς που οδηγούσαν από την Σικυώνα στον Φλιούντα και κατά συνέπεια ήταν απολύτως αναγκαία η ύπαρξη ενός οχυρού για τον έλεγχο της. Μάλιστα ήταν ενταγμένο στο αμυντικό σύστημα της πόλης – κράτους, καθώς εξυπηρετούσε ως ο συνεκτικός δεσμός ανάμεσα στα φρούρια του «Κοκκινόβραχου» στα νοτιοδυτικά του χωριού Μποζικάς και του «Παλαιόκαστρου» πάνω από τον οικισμό της Γονούσας. Επίσης, έχουν ανιχνευτεί τουλάχιστον άλλοι δύο αρχαίοι δρόμοι με τερματικό σταθμό την θεραπευτική κοινότητα, εισερχόμενοι από την περιοχή του κάμπου στο Κλημενοκαίσαρι και κατ’ επέκταση από την κατεύθυνση της αρχαίας Στυμφάλου, φανερώνοντας την σπουδαιότητα και την δημοφιλία του Ασκληπιείου. Η πυκνή και συχνή κυκλοφορία με άμαξες αντανακλάται στις βαθιές αυλακώσεις από τους τροχούς πάνω στην βραχώδη διαστρωμάτωση, που διακρίνονται στην ανατολική ράχη, κάτω από τον λόφο του Αγίου Τρύφωνα και σε αρκετά σημεία των υπόψη δρομολογίων. Συνεξετάζοντας όλους τους παραπάνω παράγοντες, ο Γιάννης Λώλος καταλήγει ότι Ασκληπιείο της Τιτάνης, θεμελιωμένο στην μεθόριο της γεωγραφικής περιφέρειας της Σικυώνας, προλάμβανε και τον επιπρόσθετο ρόλο ενός μόνιμου ορόσημου στην νότια συνοριακή γραμμή της πόλης – κράτους, διαθέτοντας ταυτόχρονα ένα εποπτικό οχυρό.
Εικόνα 18: Κεραμικά θραύσματα αγγείων από την νότια πλαγιά του υψώματος του Αγίου Τρύφωνα. Περισυλλέχθηκαν από τον γράφοντα και μετά την λήψη της φωτογραφίας αφέθηκαν επιτόπου
Αν κάποιος ακολουθήσει την όδευση του αρχαίου δρομολογίου κάτω από την νότια βραχώδη έξαρση του υψώματος του Αγίου Τρύφωνα, θα διαπιστώσει ότι στις παρυφές με την ομαλή κλίση υπάρχουν διάσπαρτα πολυάριθμα κεραμικά θραύσματα από αγγεία και σκεύη, διαφόρων χρονολογιών από τους αρχαίους χρόνους έως την μεσοβυζαντινή εποχή. Η παρουσία τους είναι δηλωτική μία οργανωμένης κατοίκησης σε αυτές τις θέσεις, όμως απαιτείται μία συστηματική αρχαιολογική έρευνα για πιστοποιηθεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Στον αυχένα του χαμηλότερου ανατολικού ανδήρου διακρίνεται ένας μεμονωμένος ημικυλινδρικός ογκώδης μονόλιθος με λεκανοειδή διαμόρφωση της άνωθεν επιφάνειας του, ο οποίος είναι προφανώς λαξευμένος και μοιάζει με ένα ιδιότυπο κάθισμα ή καλύτερα θυσιαστήριο(15). Σε απόσταση 85 μέτρων στην ευθεία από αυτό το σημείο και στο άκρο του ανδήρου μέσα σε μία συστάδα δέντρων, βρίσκονται τα ερείπια ενός διμερούς τετράγωνου κτιρίου με πολυγωνική δόμηση, διαστάσεων 18,10 Χ 7 μέτρα, ενώ η νότια πλευρά του διασώζεται σε ένα ύψος 1,5 μέτρου. Ο Ernst Meyer το καταγράφει ως αρχαίο ναό, με ένα εγκάρσιο τοίχο να διαχωρίζει τον νότιο πρόναο μήκους 4 μέτρων από τον υπόλοιπο κυρίως λατρευτικό χώρο, όμως δεν έχουν ανακαλυφθεί ανάλογα αρχιτεκτονικά μέλη, όπως κομμάτια κιόνων, που να επικυρώνουν αυτή την αντίληψη. Πάντως, το μέρος του οικοδομήματος προσιδιάζει πάρα πολύ με την αφήγηση του Παυσανία για τον βωμό των Ανέμων, τον οποίο συνάντησε ο περιηγητής κατεβαίνοντας από το ύψωμα του ναού της θεάς Αθηνάς, με δεδομένη την κοινή πεποίθηση ότι ο τελευταίος ήταν ανεγερμένος εντός των τειχών της αποκαλούμενης «ακρόπολης» της Τιτάνης. Δεν είναι παράλογο να υποθέσουμε ότι ο λεκανοειδής ογκόλιθος προέρχεται από εδώ, αποτελώντας όντως το θυσιαστήριο ή έχοντας έναν άλλο σκοπό και μεταφέρθηκε στον αυχένα του ανδήρου έπειτα από την ερήμωση του. Κατά την εκτίμηση του γράφοντος, η παραπάνω ταυτοποίηση της θέσης του βωμού των Ανέμων είναι βάσιμη, αλλά μόνο μία μελλοντική ανασκαφή μπορεί να φέρει στο φως αποδείξεις, τόσο για την αρχιτεκτονική μορφή του κτίσματος, όσο και για την λειτουργικότητα του.
Εικόνα 19: Άποψη του νότιου τμήματος των θεμελιώσεων του τετράγωνου κτίσματος στην άκρη του ανατολικού ανδήρου, το οποίο ενδέχεται να ταυτίζεται με το οικοδόμημα του βωμού των Ανέμων, σύμφωνα με την αφήγηση του Παυσανία.
Η αρχαία Τιτάνη είναι μία ιδιαίτερη τοποθεσία της περιφέρειας της Σικυωνίας, καθώς το Ασκληπιείο της ήταν διάσημο και προσέλκυε πλήθος πασχόντων από ολόκληρη την Πελοπόννησο. Η δε μοναδικότητα του έγκειται στην παραδοχή ότι σε αυτό το ιεροθεραπευτήριο λατρεύτηκε η οντότητα της Υγείας, περισσότερο από κάθε άλλη ιαματική θεότητα από την απώτερη αρχαιότητα, ξεπερνώντας σε δόξα ακόμα και την υπόσταση του πατέρα της Ασκληπιού. Δικαιωματικά λοιπόν, θεωρείται ως το πρώτο Κέντρο Υγείας του αρχαιοελληνικού κόσμου. Ωστόσο, ο αρχαιολογικός χώρος παραμένει στην αφάνεια και άγνωστος στο ευρύ κοινό. Επιβάλλεται να αναδειχθεί και να συντηρηθούν οι οχυρώσεις της «ακρόπολης», έτσι ώστε να αποφευχθεί περαιτέρω φθορά τους, καθώς κατέρρευσε ένα μικρό τμήμα του βορειοδυτικού σκέλους των τειχών το έτος 2007. Επιπλέον θα πρέπει να διευθετηθεί το παλαιό νεκροταφείο γύρω από την εκκλησία του Αγίου Τρύφωνα, με την πλήρη απομάκρυνση των εγκαταλειμμένων και μισάνοιχτων τάφων, διότι παρουσιάζουν ένα θλιβερό θέαμα. Ας ελπίσουμε ότι η Τιτάνη, το ιερό ορόσημο της πόλης – κράτους της Σικυώνας, θα αποκτήσει κάποτε λίγη από την αλλοτινή της αίγλη.
Εικόνα 20: Άποψη του δυτικού αμυντικού πύργου της «ακρόπολης» της αρχαίας Τιτάνης. Είναι εμφανής η φθορά των τειχών στην ένωση τους με τον πύργο.
Κείμενο – Φωτογραφίες:
Γεώργιος Λόης
Συνταγματάρχης (ΤΘ) ε. α.
Γεώργιος Λόης/Facebook.com
e-mail:
20 Σεπτεμβρίου 2016
Επεξηγηματικές Σημειώσεις
1. Η τοπική κοινότητα Τιτάνης ανήκει στην Δημοτική Ενότητα Σικυωνιών του ομώνυμου Δήμου και έχει 216 εγγεγραμμένους κατοίκους (απογραφή 2011). Πρόκειται για ένα ημιορεινό οικισμό επί των νοτιοανατολικών καταπτώσεων του όρους Βέσιζα.
2. Το στάδιο ήταν μονάδα μήκους των αρχαίων Ελλήνων και αντιστοιχεί προς 185,15 μέτρα περίπου, κατά την συνηθέστερη παραδοχή του.
3. Ο Μαχάονας αναφέρεται στην Ιλιάδα του Ομήρου μαζί με τον αδερφό του Ποδαλείριο, (ραψωδία Β’ στίχοι 729 – 733), ο οποίος θεωρούνταν προστάτης της ιατρικής των εσωτερικών νοσημάτων, δηλαδή της σημερινής παθολογίας. Εκτός από τον Αλεξάνορα, είχε αποκτήσει με την σύζυγο του Αντίκλεια ακόμα τρεις γιούς, Γύργασο, τον Νικόμαχο και τον Σφύρο, ο οποίος καθιέρωσε την λατρεία του Ασκληπιού στο Άργος.
4. Το προσωνύμιο «Γορτύνιος» ίσως να φανερώνει κάποιο θρησκευτικό δεσμό του ιεροθεραπευτηρίου της Τιτάνης με το Ασκληπιείο στην Γόρτυνα της Αρκαδίας, επί της δεξιάς όχθης του ποταμού Λούσιου.
5. Ο δίαυλος ήταν αγώνας δρόμου διπλού σταδίου. Το αθλητικό στάδιο στην αρχαία Ολυμπία υπολογίζονταν στα 192,27 μέτρα.
6. Ο όρος «βοεβόδας» προέρχεται από την σύνθεση των Σλαβικών λέξεων «βόϊ (πόλεμος και στρατός)» και «βόδιτι (οδηγώ)» και σημαίνει τον στρατιωτικό διοικητή, τον πολέμαρχο ή τον στρατηγό. Οι Τούρκοι χρησιμοποίησαν αρχικά την λέξη για τους ηγεμόνες της υποτελούς Βλαχίας και Μολδαβίας, αλλά μετέπειτα και για τους κατώτερους διοικητικούς και αστυνομικούς υπαλλήλους. (Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν «ΗΛΙΟΥ»).
7. «Reisen und Reiserouten Durch Griechenland, Reisen im Peloponnes (s. 50 – 54)», Ludwig Ross, v. Bei G. Reimer, Berlin, 1841. Την αρχαία Τιτάνη μνημονεύει πρωτύτερα ο Βρετανός στρατιωτικός και αρχαιολόγος William Martin Leak (1777 – 1860) στο έργο του «Travels in the Morea», vol. III (p. 354), ed. John Murray, Albemarle Street, London, 1830, χωρίς όμως να έχει επισκεφτεί προσωπικά τον χώρο και έτσι προσπαθεί να ταυτίσει λανθασμένα την θέση της με τα ερείπια ενός αρχαίου οχυρού στον λόφο «Παλιόκαστρο», πάνω από το χωριό Λιόπεσι (σημερινή Γονούσα). Αργότερα ο Leak θα ενημερωθεί για τα συμπεράσματα του Ross και θα αναθεωρήσει την άποψη του στο συμπληρωματικό βιβλίο του «Peloponnesiaca: Supplement to Travels in the Morea (p. 402)», ed. J. Rodwell, New Bond Street, London, 1846.
8. «Peloponnesos, eine historisch – geographische Beschreibung der Halbinsel», Ernst Curtius, v. Justus Perthes, Gotha, 1851 – 1852.
9. «Souvenirs d’ une excursion d’ Athenes en Arcadie», Alexandros Rizos Rankaves (Rangabe), composition: «Memoires Presentes par Divers Savants a l’ Academie des Inscriptions Belles-Lettres (p. 279 – 423)», Paris, 1857.
10. «Inscriptions du Peloponesse», Julius Martha, BCH III (p. 192 – 193), IG iv. 436, 1879.
11. «Peloponnesishe Wanderugen: Reisen und forschungen zur antiken und mittelalterlichen. Topographie von Arkadien und Achaia (s. 1 – 19)», Ernst Meyer, v. Max Niehans, Zurich, 1939.
12. Επικεφαλής του υπόψη προγράμματος και των αρχαιολογικών ερευνών είναι η Ολλανδή καθηγήτρια αρχαιολογίας Dr. Christiane Tytgat, διευθύντρια του Ολλανδικού Ινστιτούτου Αθηνών και προηγούμενη διευθύντρια της Βελγικής Σχολής Αθηνών.
13. Στο ισοδομικό σύστημα η τοιχοποιία απαρτίζεται από σειρές τετραγωνισμένων δόμων ίδιου μεγέθους, ενώ στο ψευδοϊσοδομικό οι κατεργασμένοι δόμοι είναι διαφορετικού μεγέθους. Οι παλαιότεροι ερευνητές μάλλον εκ παραδρομής, αναφέρουν ότι οι οχυρώσεις της Τιτάνης είναι κατασκευασμένες με το ισοδομικό σύστημα
14. Ο όρος «χωρίον» στην αρχαία Ελληνική γλώσσα είχε κυρίως τρεις έννοιες: α) ιδιαίτερος τόπος, περιοχή, β) οχυρή τοποθεσία, οχύρωμα, γ) κτήμα, κτηματική περιουσία (Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας «ΠΑΠΥΡΟΣ»).
15. Ο ημικυλινδρικός μονόλιθος παρουσιάζεται στις επιπλέον φωτογραφίες του παρόντος άρθρου.
Εικόνα 21: Άποψη της σημερινής εισόδου στον προαύλιο χώρο του παλαιού νεκροταφείου, όπου εκτιμάται ότι διαμορφώνονταν η πύλη της «ακρόπολης» της αρχαίας Τιτάνης. Στο τμήμα του τείχους διακρίνονται καθαρά τα δύο διαφορετικά είδη λιθοδομής, ενώ με το κόκκινο βέλος επισημαίνεται η ενδεχόμενη θέση ενός τρίτου πύργου, που προστάτευε την πύλη.
Επιπρόσθετες Σημειώσεις
1. Μέσα από τις αρχαίες πηγές διαπιστώνεται ότι στα κατά τόπους Ασκληπιεία δεν γίνονταν δεκτοί οι βαριά άρρωστοί ή οι ετοιμοθάνατοι άνθρωποι, για ευνόητους λόγους, καθόσον η κατάσταση τους πρέπει να θεωρούνταν μη αναστρέψιμη, ενώ δεν νοσηλεύονταν σε αυτά ούτε οι ετοιμόγεννες γυναίκες. Γι’ αυτές τις ιδιάζουσες κλινικές περιπτώσεις υπήρχαν ξεχωριστές εγκαταστάσεις, πολλές φορές σε κοντινή απόσταση από τα ιεροθεραπευτήρια. Σύμφωνα με την ιατρό και συγγραφέα Σεβαστή Καραχάλιου, αυτός ο επιλεκτικός αποκλεισμός είναι μία σαφής ένδειξη ότι τα Ασκληπιεία λειτουργούσαν περισσότερο ως Κέντρα Υγείας και αναρρωτήρια. Η ίδια εκτιμά πως το μαιευτικό παράρτημα της Τιτάνης βρίσκονταν στον χώρο της Λέχοβας (ή Λέχωβας), στις ανατολικές υπώρειες του όρους Βέσιζα, στην θέση της Ιεράς Μονής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου του 11ου – 12ου αιώνα. Μάλιστα, ετυμολογεί την συγκεκριμένη ονομασία από το παράγωγο «λεχώ-, προερχόμενο από την λέξη «λοχεία» (το χρονικό διάστημα πριν και μετά τον τοκετό) ή «λοχείος» (ο τόπος που γεννά μία μητέρα), το οποίο προσέλαβε την κατάληξη «-οβα», όταν η περιοχή κατοικήθηκε από Αρβανίτες στην Βυζαντινή εποχή.
2. Όπως αναφέρθηκε στο κυρίως κείμενο, η εκκλησία εντός της «ακρόπολης» της αρχαίας Τιτάνης τιμάται στο όνομα του Αγίου Τρύφωνα με καταγωγή από την Λάμψακο της Φρυγίας, ο οποίος είναι προστάτης των γεωργών και της αμπελουργίας και εορτάζεται κάθε 1η Φεβρουαρίου. Ένα παρεμφερές γνώρισμα αποδίδονταν και στην ιδρυτική μορφή του Τιτάνα, της πρώτης επιχώριας θεότητας, που διέθετε την ικανότητα να γνωρίζει την εναλλαγή των εποχών του χρόνου και πότε ήταν η κατάλληλη περίοδος για την σπορά των κτημάτων. Κάνοντας έναν εύλογο συσχετισμό, θα τολμούσαμε να εκφράσουμε την άποψη ότι στην τοποθεσία της Τιτάνης, μέσα στο περίβλημα της Χριστιανικής θρησκείας διατηρήθηκε η μνήμη της αρχέγονης λατρείας, φανερώνοντας πόσο πολύ ισχυρές είναι οι ρίζες της αρχαίας Ελληνικής παράδοσης.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία – Πηγές Διαδικτύου
1. «Ασκληπιείο αρχαίας Τιτάνης: Το πρώτο κέντρο υγείας στον Ελληνικό χώρο», Σεβαστή Χαβιάρα – Καραχάλιου (διδακτορική διατριβή, 1984), Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου των Ιωαννίνων, 1986.
2. «Παυσανία, Ελλάδος Περιήγησις, ΙΙ (Κορινθιακά), κεφάλαιο ΙΑ, εδάφια 4 έως 12», εκδόσεις «Κάκτος», τόμος 2ος, σελίδες 80 έως 85, Αθήνα, 1992.
3. «The Sanctuary of Titane and the City of Sikyon», Yannis A. Lolos, The Annual of the British School at Athens, Vol. 100, Centennial Volume, pp.275 – 298, 298, Published by: British School at Athens, 2005.
4. «The virtual reconstruction of the “Titane” archaeological Site (Greece) by aims of Photogrammetry», Timothy Nuttensa, Rudi Goossensa, Christiane Tytgatb, Alain De Wulfa, Daniël Van Dammea, Marc Hennaua, Dennis Devriendta, in XXI International CIPA Symposium, 01-06 October 2007, Athens, Greece.
5. «Digital Photogrammetry Used for the 3D Reconstruction of the Walls around the Acropolis of Titani (Greece)», Timothy Nuttens, Alain De Wulf, Rudi Goossens, Christiane Tytgat, Daniël Van Damme, Dennis Devriendt, FIG Congress 2010, Facing the Challenges – Building the Capacity, Sydney, Australia, 11 – 16 April 2010.
6. «Περιήγησις και Ιστορία Κορινθίας: Πόλεις, μνημεία, μύθοι και ιστορία της Κορινθίας από τις περιηγήσεις του Παυσανία (2ος αιώνας μ. Χ.)», σελίδες 159 έως 165, Σωτήρης Εμμ. Κοκκωνάκης, εκδόσεις «Ίσθμιον», Κιάτο, 2011.
7. «Τιτάνη», άρθρο του Βασιλείου Παπαθανασίου στο συλλογικό έργο «Αρχαία Κορινθία: Από τους προϊστορικούς χρόνους έως το τέλος της αρχαιότητας», σελίδες 132 – 133, εκδόσεις του Φοίνικα, Αθήνα, 2013.
8. el.wikipedia.org/Τιτάνη Κορινθίας.
9. www.ebsa.info/titani.html.
10. www.arcadia.ceid.upatras.gr/Τιτάνη.
11. www.gtp.gr/Information about the place Titani (ancient city), Sikyon.
Επιπλέον Φωτογραφικό Υλικό
Εικόνα 22: Άποψη τμήματος από τον βόρειο αναλημματικό τοίχο στο δυτικό πλάτωμα. Σύμφωνα με τον καθηγητής αρχαιολογία Γιάννη Λώλο ανήκε στον περίβολο του Ασκληπιείου.
Εικόνα 23: Στην βόρεια πλαγιά του δυτικού πλατώματος διακρίνονται διασκορπισμένοι τετραγωνισμένοι ογκολιθικοί δόμοι από τον αρχαίο περίβολο.
Εικόνα 24: Εντός των τειχών της «ακρόπολης» και γύρω από την εκκλησία του Αγίου Τρύφωνα, υπήρχε το παλαιό νεκροταφείο της Τιτάνης (Βοϊβοντά). Οι εγκαταλειμμένοι και άδειοι πλέον τάφοι δημιουργούν αλγεινή εικόνα στον επισκέπτη.
Εικόνα 25: Η είσοδος της εκκλησίας του Αγίου Τρύφωνα. Στα αριστερά διακρίνεται η εντοιχισμένη μαρμάρινη πλάκα με την αναθηματική επιγραφή στον Ασκληπιό και στη βάση δεξιά ένας αρχαίος τετραγωνισμένος ογκολιθικός δόμος.
Εικόνα 26: Άποψη της επιχωματωμένης θέσης του Ρωμαϊκού λουτρού, περίπου στο μέσο του δυτικού πλατώματος. Το μόνο ορατό κατάλοιπο είναι ένα τοιχίο από τούβλα και κονίαμα.
Εικόνα 27: Η θεμελίωση ενός αδιευκρίνιστου ορθογώνιου κτίσματος στην βορειοδυτική πλευρά του πλατώματος (επισημαίνεται με κόκκινη διακεκομμένη γραμμή). Στο βάθος το ύψωμα της «ακρόπολης».
Εικόνα 28: Ο ημικυλινδρικός μονόλιθος με λεκανοειδή διαμόρφωση, που βρίσκεται στον αυχένα του ανατολικού ανδήρου. Ενδεχομένως να αποτελεί κάποιου είδους θυσιαστήριο.
Εικόνα 29: Άποψη των υφιστάμενων ερειπίων του κτίσματος, του οποίου η θεμελίωση διαγράφεται στο άκρο του χαμηλότερου ανδήρου και δύναται να ταυτιστεί χωροταξικά με το οικοδόμημα του βωμού των Ανέμων.
Εικόνα 30: Σχεδιάγραμμα του οχυρού της αρχαίας Τιτάνης, εκπονημένο από τον καθηγητή αρχαιολογίας Γιάννη Λώλο. Κλίμακα: 1/1.000. (Πηγή: «The Sanctuary of Titane and the City of Sikyon», Yannis A. Lolos, fig. 17).
Εικόνα 31: Τοπογραφικό σχεδιάγραμμα του αρχαιολογικού χώρου της Τιτάνης. Εκ του πρωτοτύπου σχεδίου του αρχαιοδίφη Ernst Meyer, βελτιωμένο από τον καθηγητή αρχαιολογίας Γιάννη Λώλο. . (Πηγή: «The Sanctuary of Titane and the City of Sikyon», Yannis A. Lolos, fig. 10).
Εικόνα 32: Τα αγέρωχα κυπαρίσσια στο ύψωμα της «ακρόπολης» της αρχαίας Τιτάνης, παραπέμπουν ασυναίσθητα στα αντίστοιχα παλαιότατα κυπαρίσσια, που κοσμούσαν τον περίβολο του Ασκληπιείου, την εποχή της επίσκεψης του Παυσανία στα 155 μ. Χ..
- Προβολές: 3206